Προπαραμονή Πρωτοχρονιάς βρέθηκα στη Μεταμόρφωση, σ ένα χωριό βαθιά στο Θεσσαλικό Καμπο. Είναι ένα απ αυτά τα μέρη που βλέπεις από μακριά, μες την ομίχλη, στο βάθος του ορίζοντα , όταν οδηγείς στην Εθνική . Τόποι που ποτέ δεν μπαίνεις στον κόπο να τους δεις πιο μέσα, απλώς τους προσπερνάς.
Πριν λίγους μήνες αυτό το χωριό πνίγηκε στην κυριολεξία . Τα νερά ανέβαιναν μέχρι τα ταβάνια των σπιτιών. Αυτά που έπαθαν εκεί οι κάτοικοι δεν μπορούν να γραφτούν-επιπόλαια -σε δύο γραμμές. Η ζωή τους όλη ξαφνικά καλύφθηκε από νερά και κόλλησε στη λάσπη: Αυτοκίνητα, έπιπλα, ηλεκτρικές κουζίνες, οικογενειακά κειμήλια, καδράκια γάμου, άλλοτε σημάδια μιας ζωής τακτοποιημένης που όμως κατακτήθηκε αργά και με κόπο, τώρα τα βλέπεις ατάκτως ερριμένα ή στην καλύτερη περίπτωση στοιβαγμένα σε βουναλάκια έκτακτου ανάγκης-βουναλάκια που δημιούργησε ο ίδιος ο πανικός.
Το χωριό έχει τώρα ερημώσει. Επικρατεί ησυχία, όπως συχνά συμβαίνει μετά από μεγάλες καταστροφές. Πολύ λίγες οικογένειες , μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού, έχουν μείνει. Που και που ένα τζιποειδές αγροτικό περνάει, ο οδηγός του κοιτάει με περιέργεια πίσω απ’ το τζάμι. Κι όμως αυτοί οι βουβοί οδηγοί μπορεί να είναι εκείνοι που μόλις πριν τέσσερις μήνες υπερέβαλαν εαυτόν και κουβαλούσαν δύο δύο τους ηλικιωμένους ή κάποιο άτομο με ειδικές ανάγκες. Τώρα περιφέρονται με μια βουβή αξιοπρέπεια προσπαθώντας να συνηθίσουν τη νέα αυτή ρουτίνα . Το ίδιο αξιοπρεπώς στέκει κι αυτή η βάρκα, εκεί στην κεντρική πλατεία του χωριού, έξω απ το Κοινοτικό Γραφείο. Άτυπο μνημείο ηρωισμού κάποιου κατοίκου της περιοχής. Πόσοι άνθρωποι άραγε σώθηκαν χάρη σ’ αυτόν; Παρ’ όλ’ αυτά κάποιοι άνθρωποι πέθαναν, ζώα πέθαναν.
Απορώ πως αυτοί που έμειναν πίσω βρίσκουν τη δύναμη να μας διηγούνται όλα όσα πέρασαν, χωρίς γκρίνιες και μαυρίλα. Μάλιστα υπομειδιούν με κάποιες ιστορίες απ’ την καταστροφή. Άλλες ιστορίες είναι σουρεαλιστικές-μες την τραγικότητα τους : Αγελάδα απεγνωσμένη ανέβηκε στα κεραμίδια ενός σπιτιού για να σωθεί. Αλλά μια προβατίνα δεν τα κατάφερε. Μετά, το πνιγμένο της σώμα παρασύρθηκε από τα ορμητικά νερά και έπεσε με δύναμη πάνω σε είσοδο σπιτιού, τόσο που έσπασε την πόρτα, και εισέβαλε μέσα άψυχη μπρος το απορημένο βλέμμα του ιδιοκτήτη.
Λίγο πριν φύγουμε, ένα πλάγιο φως φώτισε το τοπίο και τους συνομιλητές μας. Ένας σκυλάκος το ένιωσε, νομίζεις, και καθόταν ήρεμα στη μέση του δρόμου απολαμβάνοντας τη στιγμή. Καταλαβαίνετε πως το λέω; Δεν ήταν ένα φως απροσδιόριστο ,”αισθητικό”. Ήταν μια απλή ακτίνα ήλιου που ήρθε ξαφνικά μες το απόγευμα για να μας ζεστάνει. Το φωτάκι της προτελευταίας δύσης της χρονιάς. Αρκετό όμως για να μεταμορφώσει τα πρόσωπα των συνομιλητών μας και να δώσει κάπως μια αίσθηση ελπίδας στο χώρο, αλλά και μέσα μας. Έφυγα απ’ τον Θεσσαλικό Καμπο με μια πιο ανάλαφρη αίσθηση. Είχε πιά βραδιάσει , και κάποια φωτάκια ,τεχνητά , απ’ τα γύρω χωριά, είχαν αρχίσει ν αναβοσβήνουν , υπενθυμίζοντας μου ότι σε λίγο θα έχουμε Πρωτοχρονιά. Όμως αυτή αίσθηση δεν ήταν απ’ τα λαμπάκια, τα τεχνητά. Ήταν απ’ αυτό το προηγούμενο, το απογευματινό φως, αλλά κι απ’ αυτήν την αξιοπρέπεια που εξέπεμπαν οι κάτοικοι της Μεταμόρφωσης.