Τη θυμάμαι καθαρά αυτήν την εικόνα: Απόγευμα στο διαμέρισμα της γιαγιάς μου , περίπου 86-87 . Εγώ παιδί 11 χρονών μπροστά στον καθρέφτη του μπάνιου να προσπαθώ να φτιάξω τα μαλλιά μου σε στυλ κοκοράκι . Στο σαλόνι είναι η φίλη της γιαγιάς μου, μια εύσωμη εβδομηντάρα κυρία που είχε ζήσει για χρόνια στο Αμέρικα. Με τα “όου γιες” και τα greeklish της, έφερνε έναν κοσμοπολίτικο – με τον τρόπο των Ελληνοαμερικανών- αέρα στο , ήδη αστικό, ρετιρέ της γιαγιάς μου. Ήξερα ότι λάτρευε ,σε βαθμό λιποθυμίας, το «Βασιλιά» γι’ αυτό και το άγχος μου να στερεώσω το μαλλί σε στυλ «Έλβις» ήταν μεγάλο. Περίμενα λοιπόν να επικρατήσει επιτέλους ησυχία στο σαλόνι, να υπάρξει ένα κενό ανάμεσα στον ήχο απ’ τα κουταλάκια που χτυπάν τα φλιτζανάκια και στα κομπλιμάν για την ποιότητα του κέικ , και τότε έβγαινα. Εμφανιζόμουν απ’ τη γωνία του τοίχου ανάμεσα στο χολ και το σαλόνι, έπαιρνα το πιο περιπαθές ύφος μου, τα φώτα-τουλάχιστον στη φαντασία μου- χαμήλωναν, και ξεκινούσα το σόου:
Are you lonesome tonight?
Do you miss me tonight?
Και η φίλη της γιαγιάς μου «λιποθυμούσε» στον καναπέ.
(Image: Joseph Walshe SWNS)
Τώρα που σηκώνομαι χαράματα για να πάω στη δουλειά ξανακούω στο αυτοκίνητο μουσική. Ο κόσμος , πολύ νωρίς το πρωί, είναι αλλιώς. Ακόμα και η μουσική το πρωί κυλάει πιο διαυγής –θα λεγες- σαν να την ακούς για πρώτη φορά, κι αυτό ισχύει για κάθε είδος , κάθε εποχή , παλιά ή καινούργια. Έτσι, σαν πρωινή γυμναστική να πούμε, άρχισα να ακούω διάσπαρτα cd από διαφορετικές περιόδους του THE KING. Oσο κι αν αυτό μοιάζει εκ πρώτης όψεως ξεπερασμένο ή ακόμα και μάταιο. Ναι, ταλαιπωρημένα cd με φθαρμένα εξώφυλλα που κάποτε μοίραζε η «Καθημερινή» κι εγώ πεισματικά να τα’ ακούω όλα: τα κλασσικά, τα hits, τα πριν και τα μετά τη στρατιωτική του θητεία, τα χριστουγεννιάτικα , αλλά ακόμα και τα πιο αδιάφορα. Αυτά ειδικά, τα τελευταία , η περίοδος του Vegas δηλαδή, όλο χλιδή, κιτς και ιδρώτα , είναι ίσως η πιο οδυνηρή για τον ίδιο. Και μάλλον η πιο συγκινητική. Άλλωστε κι ο –πολύς- Nick Cave, ανάμεσα σε τόσους άλλους οπαδούς ανά τον κόσμο, έχει δηλώσει θαυμαστής αυτής της τελευταίας φάσης ,της πτώσης, των νεκροζώντανων, ραγισμένων ερμηνειών και του φυστικοβούτυρου. H εποχή τον είχε ξεπεράσει, όλοι άκουγαν ντίσκο, κι αυτός εκεί στη σκηνή, να αδειάζει τα ποτήρια κόκα κόλας το ένα μετά το άλλο και να βαριανασαίνει σαν πληγωμένο λιοντάρι.
Μέχρι πολύ πρόσφατα είχα υιοθετήσει μια κοντόφθαλμη και ρηχή άποψη για το «φαινόμενο» του ύστερου Elvis. Πώς να το πω;. Ήμουν ιδιοσυγκρασιακά πιο κοντά στον άλλον Elvis ,τον Costello. Φυσικά έσφαλα αλλά μπορώ και να καταλάβω γιατί.
Με ενοχλούσε όλη αυτή η υπερβολική δόση αντρίλας και ό,τι αυτή αντιπροσώπευε : ένας υπέρβαρος crooner ,μια πατρική φιγούρα γιάνκη σαν να έχει μόλις βγει απ’ το casino, με χοντρή χρυσή ζώνη και άπειρα κολιέ , βαριά σαν αλυσίδες, σαν ένας «Donald Trump» με φαβορίτες που αποκαλεί όλα τα κορίτσια “honey” και τα αγόρια “son”.
Τον προτιμούσα στις πρώτες, λιτές ηχογραφήσεις 53-55 στo περίφημο Sun Studio του Sam Phillips στο Memphis . Εκεί δεν χρειαζόταν τίποτε άλλο: Μια rockabilly κιθάρα , αυτή του Scotty Moore – παιγμένη με οικονομία, αλλά και τόσο ευέλικτη και κοφτερή, ( θα σκότωνε γι’ αυτό το παίξιμο o Johnny Μarr την εποχή των Smiths ) – και το κοντραμπάσο του Bill Black. Και φυσικά η φωνή με αυτό το μυστήριο echo. Όπως στο Blue Moon. Ήταν, ακόμη τότε, ένας καλλιτέχνης άγουρος αλλά απαστράπτων. Τον φαντάζομαι στο studio να κάνει πλάκα με τους μουσικούς με αυτό το στραβό χαμόγελο και όταν περνάει καμιά μεγαλύτερη του κυρία να την αποκαλεί «Ma’am». Όπως θα έκανε κάθε αγνό παιδί απ’ το Tupelo του Mississippi.
Συχνά αισθάνομαι όπως αυτό το ζευγάρι γιαπωνέζων στο πρώτο μέρος της σπονδυλωτής ταινίας του Τζάρμους «Mystery Train» (1989) , που ψάχνει έναν Elvis φαντασιακό : ένα εξιδανικευμένο είδωλο που σαν στοιχειωμένο λάμπει δια της απουσίας του σ’ ένα Μέμφις που βυθίζεται (του τέλους της δεκαετίας του’80) και που μικρή σχέση έχει πλέον με όλη αυτή τη ‘μυθολογία’.
Πρέπει να βλέπουμε πίσω από τη βιτρίνα των πραγμάτων, κάτω από την επιφάνεια. Αυτό είναι κάτι που γίνεται με πολλή δουλειά , προσωπική , δική μας . Αλλιώς καθόμαστε σπίτι στην πολυθρόνα μας και βαυκαλιζόμαστε με τις βεβαιότητές μας μέχρι να πεθάνουμε. Και χάνουμε την ουσία. Τι κι αν έγινε σταδιακά ο Presley τραγουδιστής για όλη την οικογένεια , ένας ακίνδυνος υμνητής του ’αμερικάνικου ονείρου’ αλλά και κατεστημένου, θύμα(;) του αδίστακτου ατζέντη-συνταγματάρχη Πάρκερ ή πληροφοριοδότης του Νίξον; Τι μένει απ’ όλα αυτά;
Oδηγώ στην πρωινή λεωφόρο Μαραθώνος κι αυτή η ΦΩΝΗ ,άγρια θρησκευτική, τρέχει παράλληλα με τις πινακίδες και τις επιγραφές του δρόμου. Σταματάει στις χαμηλές νότες, όπως οι πεζοί στη διάβαση για να περάσουν απέναντι. Ο Lennon κάποτε είχε πει «πριν τον Έλβις δεν υπήρχε τίποτα» . Εντάξει υπήρχε ο Sinatra. Αλλά στον Presley υπάρχει κάτι που ενώνει δυο ή και τρεις φαινομενικά αντίθετους «κόσμους»: ένα πηγαία βιωμένο κράμα αφροαμερικάνικης μπλουζ–gospel- country . Λευκοί και Μαύροι αδελφωμένοι σ’ έναν υπερβατικό κόσμο , αυτόν της Τέχνης. Υπάρχει φυσικά το πριν αλλά κυρίως υπάρχει το μετά : oι Beatles ,ο Bowie,o Bryan Ferry,o Springsteen, o Michael Jackson, ο Chris Isaak,αλλά και οι Straycats,και οι Cramps, που ακούγαμε μικροί, με το στοιχειωμένο Psychobilly τους. Και φυσικά το σινεμά του Jarmusch , του Lynch, του Wenders, του Tarantino ,όλοι όσοι τον αγάπησαν, τον αποδόμησαν, και τον ξανα-αγάπησαν. Όλοι τον προϋπέθεταν τον «Βασιλιά».
Είναι σχεδόν μαγικό να ακούω αυτή τη φωνή μέσα στην πρωινή ομίχλη . Βλέπω ανθρώπους αγουροξυπνημένους και κατσούφηδες που ξεκινούν τη μέρα τους, περιμένουν στη στάση ή αγοράζουν καφέ . Ειδικά όταν βρέχει κι είναι όλα γύρω ακόμα σκοτεινά, το φως απ’ τα καφέ λειτουργεί σαν μια ταπεινή παρηγοριά, μια θαλπωρή . Εναρμονιζόμενο όλο αυτό με αυτόν τον ΗΧΟ, μ’ εκανε να μεταφέρομαι με έναν τρόπο σε μία Αμερική της καθημερινότητας τη δεκαετία του 50, σε κάποιο αντίστοιχο πρωινό της, με μαγαζιά όλο χρώματα ροζ ή φιστικί παστέλ και αμάξια χρώματος βεραμάν. Είναι κάποιες φωνές που από ένα σημείο και μετά αποβάλλουν την υλική υπόσταση τους και κινούνται ή κάθονται απαλά στην ατμόσφαιρα σαν ένα μαγικό αεράκι που παρηγορεί . Έτσι συμβαίνει με τον “THE KING”. Κι αυτό μένει.
Αυτή η φωτογραφία είναι του Robert Huber