γιορτή τσίπουρου

 

Σουφλί . Νοέμβριος .  Μπλε παγωμένο βράδυ. Το Αποστακτήριο του Αμπελουργικού Συνεταιρισμού ξεχώριζε από μακριά σαν φωτισμένο κουτί .  Ήταν το πρώτο χειμωνιάτικο Σάββατο της χρονιάς. Είχε έρθει για τη γιορτή τσίπουρου . Πήγα να τον δω . Είχα ανέβει ως εκεί με το αυτοκίνητο  από την Αλεξανδρούπολη όπου υπηρετούσα ως νεοδιόριστος καθηγητής . Μπήκα μέσα. Όλο τούβλα το εσωτερικό του κτιρίου .  Άσπρες πλαστικές καρέκλες , πάγκοι με ψητά , άθικτα πλαστικά πιατάκια που περίμεναν .

Βγήκε δίπλα από κάτι καζάνια  , ως άλλος Σινάτρα.  Φεγγοβολούσε σαν άστρο διαρκείας .  Ένας φωτεινός κύκλος τον ακολουθούσε.  Εφέ καπνού σχημάτιζε η  τσίκνα απ τα λουκάνικα.   Λίγο πιο κει το πάλκο. Εκεί τον περίμενε η γυναίκα του η Τζούλη , αυστηρή και στοργική μαζί, τον κανάκευε από νωρίς για να βγει. Ήταν αυτό ένα “κόλπο” παλιό για να φτάνει η αγωνία στο ζενίθ. Πίσω της μια υποτυπώδης “μπάντα της λέσχης των μοναχικών γύφτικων καρδιών”: δηλαδή τύμπανα, ηλεκτρική κιθάρα και ένα μεθυσμένο συνθεσάιζερ. Kαλούσε τον Aρχηγό. Μα ο Aρχηγός δεν ανέβαινε στο πάλκο. Τι να το κάνει το πάλκο; Eδώ ήρθε κάποτε ολόκληρο Εμ Τι Βι και τον παρακαλούσε, ως και  φαινόμενο της βαλκανικής τζαζ τον χαρακτήρισε ,  κι’ εκείνος βράχος ανάμεσα στον κόσμο.  Στο δικό του κόσμο.

Η μαγκιά του Γιώργου Μάγγα είναι η χαλαρότητα τού. Δεν βιάζεται ν’ ανέβει στο πάλκο , άλλωστε αυτός έχει ανέβει εκεί άπειρες φορές στο παρελθόν, έχει ψηθεί εκεί πάνω. Κάτω είναι το ζουμί.

Το βράδυ εκείνο ο λαός του λαμπερού κλαριντζή , ήταν πιο σκοτεινός κι απ τον Άδη : Οξύθυμοι μεγαλοαγρότες  πρησμένοι απ το τσίπουρο κι από δίπλα οι γυναίκες τους πρώην όμορφα ντροπαλά κορίτσια της επαρχίας αλλά τώρα  λαλίστατες καπάτσες σύζυγοι . Φαντάροι αδειούχοι , βουβές γιαγιάδες παρκαρισμένες, συμπλήρωναν το κάδρο . Υπήρχαν και κάποιοι λίγοι ξεκάρφωτοι επίσης,  σαν και μένα, που είχαν έρθει έτοιμοι ν’ «απολαύσουν την τελευταία εναπομείνασα  αυθεντική εμπειρία» .  Χαρακτήρες ανθρώπων   ετερόκλητων που υπό κανονικές συνθήκες , έξω , δεν θα αντάλλαζαν μεταξύ τους τίποτα παραπάνω από ένα «Καλημέρα» ή που σήμερα , στο 2020 , ίσως να κατασπάραζαν αλλήλους στο  φέισμπουκ . Όμως εκείνη τη βραδιά , στο Αποστακτήριο , όλοι αυτοί μετατρέπονταν σε σώμα ενιαίο και εξαιρετικά δεκτικό  .    Για όλους αυτούς έπαιζε ο Μάγγας .  Αλλά κυρίως συνομιλούσε μαζί τους, επιδείκνυε το λαμέ κουστούμι του με τα κεντημένα σχέδια απο την Τζούλη , πόζαρε γι’ αυτούς με σκέρτσα μπροστά στα κινητά τους, σχεδόν φλέρταρε με τις γυναίκες τους . Είχε χρόνο να παίξει ακόμα και με τα παιδιά τους.   Ξεπερνούσε δηλαδή το κλαρίνο, την ίδια τη μουσική, και άγγιζε την ουσία, δηλαδή επικοινωνούσε.

Είναι δεξιοτέχνης, μιλάνε γι’ αυτόν τα σχετικά  σάιτς .  Οι Αφοί Φαληρέα  πρώτοι έσπευσαν να εκτιμήσουν τους «Αυτοσχεδιασμούς» του. Είναι αστείος στα όρια της σάχλας . Είναι «θεατρικός» . Αλλά ο Γιώργος Μάγγας , σ’ εκείνη τη γιορτή τσίπουρου έκανε και κάτι άλλο :  Μας ανέσυρε από την πόζα μας και  το σκοτάδι του εγωισμού μας ,  και μας ανέβασε όλους σ’ ένα αόρατο πάλκο. Έξω στο φως , εκεί όπου όλα διαψεύδονται και όλα φτιάχνονται απ’ τη αρχή. Κι αυτό δεν το προσπάθησε πολύ . Απλώς καθόταν  από κάτω , έστελνε χαιρετίσματα στη γυναίκα του , και συνέχιζε να παίζει .