Μεσήλικες χορεύουν παραδοσιακούς χορούς – κάτι απογεύματα- στα τσιμέντα προαύλιου δημόσιου σχολείου: Θρακιώτικα , καρσιλαμάδες , συρτούς , απ’ όλα έχει ο μπαχτσές . Παραδίπλα τα παιδιά που παίζουν , με κινητά και μπλούζες Messi , σταματούν τη μπάλα , κάποια κοιτούν περιπαικτικά , άλλα απορημένα, σαν να κοιτούν εξωγήινους – παραδοσιολάγνους- που προσγειώθηκαν ξαφνικά στην αυλή τους. Πέραν του ότι κάνουν το κέφι τους αυτοί οι μεσήλικες κι ότι ξεδίνουν , νιώθουν άραγε ότι κάτι συνεχίζουν ; Η μήπως μηχανικά , μοιρολατρικά, κουνιούνται στο ρυθμό ενός χορού που πέρασε ανεπιστρεπτί , που καταπλακώθηκε απ την αβάσταχτη ρουτίνα των πολυκατοικιών;
Όταν ο χορός τους έχει πια φτάσει στο ζενίθ , οι μεσήλικες αυτοί , αφήνουν ξαφνικά κάτι κραυγές, πολεμικές ιαχές θα τις έλεγες. Τα γύρω παιδιά τρομάζουν , τους πέφτει σχεδόν η μπάλα του μπάσκετ απ’ τα χέρια. Αλλά μετά καθησυχάζονται οι όποιοι φόβοι τους , γιατί οι μεσήλικες γίνονται πάλι αθώοι , χαμογελαστοί , ανοίγουν τα κινητά τους, ανταλλάσσουν συνταγές για γλυκά , αλληλοκαληνυχτίζονται και μετά πάνε στο σπίτι τους .