Ο Ντέιβιντ Μπέρν , σαν ποδηλάτης που είναι, κινείται με χάρη σε καθόλου εύκολες περιοχές. Προσπάθησε τόσο με τις Ομιλούσες Κεφαλές, όσο και με τις προσωπικές του δουλειές, να μας τραγουδήσει με μια φωνή σε στυλ Γκούφυ , για μια αχανή χώρα με τόσο διαφορετικές πλευρές (Αμερική) σε μια εποχή που λίγοι είχαν όρεξη να τραγουδήσουν ή ν’ ακούσουν τραγούδια (τέλος δεκαετίας 70, αρχές 80) , σε μια περίοδο που όλα ,υποτίθεται, είχαν ξεπεραστεί. Μας μίλησε για εικόνες κοινότυπες, καθόλου ασυνήθιστες, μ’ έναν εντελώς πρωτότυπο και , θα τολμούσα να πω, λοξό τρόπο. Εξέφρασε μοναδικά, μια χώρα( τη κάθε χώρα) που κινδυνεύει να πεθάνει από έλλειψη χιούμορ, σκέψης και αισθητικής. Έφτιαξε «αληθινές» ιστορίες για όλους τους «αληθινούς» ανθρώπους, από το Νιου Μέξικο ως το Μανχάταν και από κει στο Πεκίνο και στην Αθήνα, που δεν ξέρουν που πηγαίνουν, που δεν ξέρουν ότι είναι, οι ίδιοι, πρωταγωνιστές της ιστορίας τους. Οι ιστορίες, δεν είναι ακριβώς, ιστορίες: είναι κραυγές ενός ιεροκήρυκα από ένα χαλασμένο τρανζίστορ, είναι περίεργα αποκόμματα εφημερίδων, είναι αγγελίες και διαφημιστικά σποτάκια, είναι οι μουσικές των γκέτο τις Νέας Υόρκης, είναι όλα αυτά μαζί στο μίξερ ενός μετά- μεταμοντέρνου τραγουδοποιού. Ο ψηλόλιγνος Μπέρν, δεν είναι βάρδος σαν τον Μπόμπ Ντύλαν που αφηγείται μακροσκελείς ιστορίες όπου το παρελθόν σμίγει περίτεχνα με το παρόν, σ’ ένα καινούργιο, ενιαίο και συμπαγές σώμα. Σαν γνήσιο τέκνο του Αμερικάνικου Νέου Κύματος (Νιού Γουέιβ) απέφυγε τον υπερβολικά ονειρικό λυρισμό της δεκαετίας του 60, χωρίς όμως να πηγαίνει και στο άλλο άκρο, όπως οι περισσότεροι «σκληροί» συνάδελφοι του, που καταπιάνονταν με την αισθητική του σκοτεινού, της απόγνωσης, και της κακοφωνίας, με τρόπο στιλιζαρισμένο και ,συχνά ,ψεύτικο. Τραγούδησε (όπως φωτογραφίζει ή δουλεύει τις εγκαταστάσεις του) με τον τρόπο του παρατηρητή ή καλύτερα σαν να ίπταται πάνω απ’ τη κεφάλια των πρωταγωνιστών του, σαν να περνάει αέρινα και ν’ αφουγκράζεται πάνω απ’ τα σπίτια και τα σουπερμάρκετ, τις λεωφόρους και τα φτηνά νάιτ κλαμπ. Όλα αυτά μ’ έναν φαινομενικά ψυχρό, ουδέτερο, αλλά τελικά ουσιαστικό τρόπο, μιας και ο κόσμος μας, αντικαλλιτεχνικός και αντιεμπνευστικός όπως είναι, χρειάζεται νέους τρόπους, πέρα απ’ τους συνηθισμένους, για να ερμηνευτεί. Τέλος, υιοθέτησε, με πολύ έξυπνο τρόπο την περσόνα του σαλταρισμένου μικροαστού, του φρικαρισμένου σπασίκλα, αντιδρώντας , ίσως, έτσι στο στερεότυπο της εποχής που ήθελε τους ρόκερς ρέμπελους βρώμικους και αυθάδεις .
Τον είδα αρχές του μήνα στο Θέατρο Μπάντμιντον , πιο ανθρώπινο, με μαλλιά άσπρα σαν βαμβάκι, έχοντας εγκαταλείψει, πια, όλα του τα προσωπεία. Πρωταγωνιστής σ’ ένα περίεργο πολυθέαμα, με ανισόρροπους χορευτές και παιχνιδιάρηδες μουσικούς, φώτισε με νέο τρόπο τα παλιά του κομμάτια, έπαιξε κι’ αυτά που είχε φτιάξει μαζί με τον Μπράιαν Ίνο το χειμώνα που μας πέρασε. Ήταν συμπαθής και αστείος, μας χαμογέλασε αμήχανα στην αρχή, μας έπαιξε, με τον νεοϋορκέζικο του τρόπο, ένα ροκ, ολίγον ειρωνικό, αλλά ειλικρινές, μιας και ήταν εκτεθειμένο στα άπειρα μουσικά ρεύματα της πολύβουης πόλης του. Λίγο πριν το τέλος, μέχρι και φούστα μπαλαρίνας φόρεσε για να μας ευχαριστήσει, αποδεικνύοντας μας ότι δεν χρειάζεσαι ύφος όταν είσαι αληθινά σοβαρός καλλιτέχνης.
Σκέφτομαι τους Έλληνες συναδέρφους του, που βρίσκονται, πάνω- κάτω, στην ίδια ηλικία μ’ αυτόν, και μελαγχολώ. Αναλώνονται σε κοινοτυπίες, συντηρώντας τον EAYTO που τους βολεύει. «Οργισμένοι», όλοι τους, με ψυχοσύνθεση δημοσίου υπαλλήλου. Κινούνται με τρόπο στείρο μεταξύ νοσταλγίας και εύκολης φιλοσοφίας , στοχεύοντας εξόφθαλμα πια, στο θυμικό, στην συναισθηματική, την πιο «ελληνική» (ιδιοσυγκρασιακά) πλευρά του κοινού. Μια κουρασμένη γενιά τραγουδοποιών για κουρασμένους ακροατές. Δεν λέω ότι στην Αμερική, ή αλλού, είναι όλα ρόδινα, ούτε ότι στη, τόσο ιδιαίτερη, Ελληνική Επικράτεια, δεν υπάρχουν βάρδοι, αντιθέτως. Αλλά θα ήθελα να έρθει κάποτε η εποχή που ο Σωκράτης Μάλαμας δε θα φοβάται να βγει να τραγουδήσει πχ με ένα κουαρτέτο εγχόρδων. Και για αυτό είναι απαραίτητο και ένα πιο ώριμο, πιο απαιτητικό κοινό. Μπορείς να πεις πράγματα που να έχουν βάρος, μ’ έναν αστείο, ανάλαφρο τρόπο. Ο Ντέιβιντ Μπερν τα καταφέρνει μια χαρά σ’ αυτό. Εμείς;
(γραμμένο αμέσως μετά από μια αθηναϊκή συναυλία του, στις 23 Ιουλίου 2009)