οι γέροι

Τους προσπερνάω μες τη βιασύνη μου, ενώ αυτοί πάνε σιγά -σιγά . Tους βλέπω πίσω από μπαλκονόπορτες, αργές σκιές μπροστά στην τηλεόραση. Από το πρωί περιμένουν, το μεσημεριανό φαγητό, το βραδινό δελτίο. Ο κόσμος τους είναι στενός: Aπ’ το κρεβάτι, στο παράθυρο και μετά στη πολυθρόνα. Οι έγνοιες τους μικρές : να βάλουν μέσα τον βασιλικό, να ταΐσουν τα γατιά. Για τους πιο πολλούς απ’ αυτούς, το 2020 που φεύγει δεν διέφερε σε τίποτα απ’ το 2019, κάθε Κυριακή θα πιούν το ημίγλυκο τους, αυτό που άλλοτε τους έκανε να τραγουδούν και τώρα πια , τους κάνει πιο βουβούς. Οι γέροι δεν μιλούν πια, δεν έχουν αυταπάτες, ακόμα κι αυτοί που είναι πλούσιοι είναι πια «φτωχοί», δεν έχουν πια όνειρα. Η εφημερίδα, τους φέρνει ύπνο, οι αλλαγές εκνευρισμό. Φοβούνται να μείνουν μόνοι, μα και παρέα να έχουν, πάλι μόνοι μένουν, βουτώντας στη σιωπή.
Πώς να μιλήσεις για τους γέρους της πόλης ; Από ποια σκοπιά; Όλοι είμαστε μελλοντικοί γέροι. Όλοι νιώσαμε λίγο “γέροι” με τους εγκλεισμούς . Μήπως καλύτερα πρέπει να μιλάμε για «πρώην» νέους, ή καλύτερα για παιδιά που γέμισαν ρυτίδες; Oι ηλικιωμένοι της Xαλκίδας δε διαφέρουν και πολύ απ’ αυτούς της Αθήνας ( ή του Παρισιού), άλλωστε, όπως λέει κι ο Ζακ Μπρελ, σε μια «επαρχία» ζεις έτσι κι αλλιώς, όταν ζεις τόσο πολύ .
κι ακολουθεί αυτό:
Jacques Brel
LES VIEUX
1963Les vieux ne parlent plus ou alors seulement parfois du bout des yeux
Même riches ils sont pauvres, ils n’ont plus d’illusions et n’ont qu’un coeur pour deux
Chez eux ça sent le thym, le propre, la lavande et le verbe d’antan
Que l’on vive à Paris on vit tous en province quand on vit trop longtemps
Est-ce d’avoir trop ri que leur voix se lézarde quand ils parlent d’hier
Et d’avoir trop pleuré que des larmes encore leur perlent aux paupières
Et s’ils tremblent un peu est-ce de voir vieillir la pendule d’argent
Qui ronronne au salon, qui dit oui qui dit non, qui dit: je vous attends

Les vieux ne rêvent plus, leurs livres s’ensommeillent, leurs pianos sont fermés
Le petit chat est mort, le muscat du dimanche ne les fait plus chanter
Les vieux ne bougent plus leurs gestes ont trop de rides leur monde est trop petit
Du lit à la fenêtre, puis du lit au fauteuil et puis du lit au lit
Et s’ils sortent encore bras dessus bras dessous tout habillés de raide
C’est pour suivre au soleil l’enterrement d’un plus vieux, l’enterrement d’une plus laide
Et le temps d’un sanglot, oublier toute une heure la pendule d’argent
Qui ronronne au salon, qui dit oui qui dit non, et puis qui les attend

Les vieux ne meurent pas, ils s’endorment un jour et dorment trop longtemps
Ils se tiennent la main, ils ont peur de se perdre et se perdent pourtant
Et l’autre reste là, le meilleur ou le pire, le doux ou le sévère
Cela n’importe pas, celui des deux qui reste se retrouve en enfer
Vous le verrez peut-être, vous la verrez parfois en pluie et en chagrin
Traverser le présent en s’excusant déjà de n’être pas plus loin
Et fuir devant vous une dernière fois la pendule d’argent
Qui ronronne au salon, qui dit oui qui dit non, qui leur dit: je t’attends
Qui ronronne au salon, qui dit oui qui dit non et puis qui nous attend.

Write a Reply or Comment