Η αλήθεια είναι πως όταν βλέπεις κάποιον σαν το Bob Dylan ζωντανό στη σκηνή , είναι αδύνατον ν’ ακούς, απλά και μόνο , την συναυλία, έτσι ξερά, όπως ,ας πούμε, θα άκουγες ένα «αξιοπρεπές» ροκ συγκρότημα ή , ακόμη περισσότερο , ένα κουαρτέτο εγχόρδων μια δροσερή θερινή νύχτα. Αν είσαι τυχερός, και κάθεσαι, σχετικά κοντά στη σκηνή ( και προχθές στο Terra Vibe της Μαλακάσας αυτό ήταν εφικτό , καθώς δεν ήταν ασφυκτικά γεμάτο), εστιάζεις αποκλειστικά στον ίδιο τον πρωταγωνιστή. Με την λεπτομερή αφοσίωση ενός σχολαστικού εντομολόγου (που μάλιστα είναι ερωτευμένος με το , προς έρευνα, αντικείμενο του ) παρατηρείς, καθ’ όλη τη διάρκεια της συναυλίας, τις γκριμάτσες , τις νευρώσεις, τα μαλλιά και τα ρούχα του Βοb Dylan. Πιάνεις , δηλαδή, τον εαυτό σου, να κάνει κάτι σαν αυτό που θα έκανε στο σινεμά, ο σκηνοθέτης της ταινίας «La Vie d’ Adele» Αμπτελατίφ Κεσίς με τα πασαλειμμένα από μακαρονάδα με κιμά χείλη της Αντέλ Εξαρχόπουλος .
Φυσικά δεν κάνω συγκρίσεις. Για άλλους λόγους θέλεις να παρατηρείς τον Ντύλαν , και για άλλους , εντελώς διαφορετικούς, τη θελκτική ελληνογαλλίδα ηθοποιό . Το κορίτσι είναι απλά το ζωντανό ΤΩΡΑ, το άμεσο , το ΤΩΡΑ που πάλλεται και σπαρταράει , που βγάζει σπυράκια , ιδρώνει και λερώνεται και ολοένα σχηματίζεται. Ο γηραλέος τροβαδούρος (πόσο μισώ αυτή τη λέξη!) είναι το ΧΘΕΣ , o αρχαίος κόσμος , ο τόσο διαφορετικός απ τον τωρινό. Είναι , σχεδόν, σαν μουσείο. Και τι δεν έχουν δει τα αχνά του μάτια : Toν Woody Guthrie , τoν Martin Luther King, τον Allen Ginsberg, άλλα και τις αχανείς εκτάσεις της αμερικάνικης υπαίθρου όπως ακριβώς μας τις περιέγραψε ο Faulkner ή ο Steinbeck ή την παλιά καλή Νέα Υόρκη , όπως μας την απέδωσε ο Hopper.
Κι όμως είναι εδώ, ζωντανός στο δάσος (;) της Μαλακάσας ,στο 37ο Χλμ Εθνικής Οδού Αθηνών – Λαμίας, με το πλατύ καπέλο του μπροστά στο πιάνο και γρυλίζει, ,ενώ μπορεί την ίδια ώρα, λίγο πιο πέρα, κάποιο υπερσύγχρονο φορτηγό γεμάτο φώτα ή λέιζερ, να περνάει παίζοντας στη διαπασών Παντελίδη. Τον βλέπω , εγώ μαζί μ ένα πλήθος από παιδιά με φράντζες, μαζί με πενηντάρηδες με τους γιούς τους, να μην κάθεται σε ησυχία, να σηκώνεται σαν να ψάχνει να βρει κάτι, να πίνει (άγνωστο τι..) από το πλαστικό ποτήρι, να πηγαίνει λίγο μέσα και μετά να επιστρέφει απότομα και να ξανακάθεται δείχνοντας μας τις άσπρες μπότες του, μισοχαμογελώντας, καθυστερώντας να μπει στο κουπλέ, ψάχνοντας μια καινούργια, αλλοπρόσαλλη, βερσιόν στα χιλιοειπωμένα τραγούδια του.
Τον βλέπω και σκέφτομαι , μήπως εγώ είμαι τελικά ο «γέρος» κι ο κολλημένος; Aυτός εδώ πάνω , παίζει, μετακινείται συνεχώς , και , γενικά, συνεχίζει την ζωή του κανονικά, όπως ακριβώς η Αντέλ , ενώ εγώ προσπαθώ, μάταια, να τον συνδέσω με το πενηντάχρονο και βάλε παρελθόν του. Πόσο πιο ξεκούραστο θα ήταν , εάν για μια στιγμή ξεχνούσαμε την «ένδοξη πορεία» και τον όγκο πληροφοριών και απλά συγκεντρωνόμασταν στο ΤΩΡΑ, δηλαδή σε μια ωραία συναυλία ενός 73χρονου μουσικού με άσπρες μπότες που μας μισοχαμογελάει .
Όμως, οι τελευταίες νότες ,ενός αγνώριστου και ουσιαστικά καινούργιου , All Along The Watchtower, μόλις έχουν σταματήσει . Ο Dylan και η μπάντα του , κάθονται παρατεταγμένοι , για να τους χειροκροτήσουμε. Όμως, μέσα στο βλέμμα του , αυτό το αχνό βλέμμα που ενώνει δύο ή τρείς αιώνες (ξεκινώντας με ιστορίες απ τον 19ο και καταλήγοντας στον 21ο) , βλέπω ένα παιδί, ένα μικρό παιδί που με ρωτάει : “Σου άρεσε η συναυλία;”
(κείμενο γραμμένο στις 26/6/2014 μετά από τη συναυλία του Dylan στη Μαλακάσα)