τα κουτιά του θείου μου

 

Θυμάμαι τον Titi τον Γάλλο θείο μου, τον τόσο καλό. Είχε μουστάκι, είχε σγουρά μαλλιά σαν κανις, αλλά σαν ένα ήσυχο κανίς, με υγρά μάτια. Ήταν paysagiste -διαμόρφωνε κήπους- αλλά ήταν τόσο ντροπαλός που δεν ζητούσε παραπάνω χρήματα. Δεν κατάφερε να ξεφύγει απ’ τον οικογενειακό συγκεντρωτισμό μιας δυναμικής γυναίκας, Τσέχας στην καταγωγή, της μητέρας του και γιαγιάς μου. Παντρεύτηκε, αλλά η γυναίκα του, ένα νόστιμο λαϊκό κορίτσι της επαρχίας, δεν άντεξε όλο αυτό, το σφιχτό οικογενειακό, και έφυγε. Τα δύο παιδιά έμειναν με τον θείο μου και φυσικά υπό την σκέπην της γιαγιάς-αρχηγού. Τα καλοκαίρια που πήγαινα, ο θείος μου μας έπαιρνε , τα τρία ξαδέρφια, και μ ένα τροχόσπιτο μας πήγαινε στο νότο, στο St Raphaël και στο Frejus. Στη διαδρομή τον ζάλιζα με ερωτήσεις , απαντούσε στωικά. Ταξιδεύαμε νύχτα στην autoroute, κι όταν τα μάτια έκλειναν απ’ τη νύστα έστριβε σε αυτά τα aires de repos και κοιμόταν για λίγο. Όταν πεινούσαμε μας είχε ετοιμάσει ωραία σάντουιτς με saucisson. Είχε προβλέψει για όλα ο καλός μου ο θείος. Σιωπηλά χωρίς να το κάνει θέμα.
Αυτήν την οργάνωση, την τάξη που αποπνέει θαλπωρή κι ευγένεια , την ξαναβρήκα τον περασμένο Αύγουστο όταν επισκέφτηκα το παλιό οικογενειακό σπίτι όπου συνέβαιναν όλα. Έρημο πιά. Φωτογράφισα αυτά τα ράφια με τα κουτιά που είχαν τα γράμματα του θείου μου, ωραία, προσεγμένα και ήρεμα σαν κι αυτόν.

Write a Reply or Comment