Ήταν πάντα ο «μικρός» . Τον πρότεινε ο Μακάρτνει στον Λέννον, όταν το γκρουπ έψαχνε για κιθαρίστα. Ήταν ένας έφηβος με πυκνά φρύδια , πονηρό χαμόγελο , βαριά λιβερπουλιανή προφορά. Ήξερε να παίζει τέλεια το Rhythm & Blues χιτάκι της εποχής , το «Raunchy». Αυτό ήταν και το «εισιτήριο» του , που τον έκανε να περάσει με επιτυχία την οντισιόν του σκληρού Λέννον . Κι έτσι αυτός του έδωσε αμέσως τη θέση της βασικής κιθάρας στο συγκρότημα . Λίγο μετά , για τον πρώτο δίσκο τους , του έδωσε να πει το εύκολο «Do you want to know a secret». Σίγουρα δεν τον χαρακτήριζε κάποια ιδιαίτερη ερμηνευτική ευελιξία . Το ερμηνεύει απλά και ντροπαλά , σαν σχολιαρόπαιδο που στέλνει ένα αμήχανο ραβασάκι στη συμμαθήτρια του στο απέναντι θρανίο. Μερικούς μήνες αργότερα , αποπειράθηκε να γράψει κι αυτός κάτι , πράγμα δύσκολο ακόμα τότε , αφού καλούνταν να αναμετρηθεί με δυο τρομερά ταλέντα εν τη γενέσει τους , που έγραφαν ασταμάτητα, τραγούδια με τη σέσουλα , αλλά και με δυο χαρακτήρες με υπέρμετρο εγωισμό και σαφώς ισχυρότερη αυτοπεποίθηση απ αυτόν . Το πρώτο του τραγούδι , το «Don’t bother me “ , το έγραψε κατά τη διάρκεια μιας μίνι περιοδείας , ξαπλωμένος σ’ ένα κρεβάτι ξενοδοχείου μιας ασήμαντης αγγλικής λουτρόπολης. Ήταν μια μικρή άσκηση τόνωσης ηθικού όσον αφορά το θέμα της δημιουργίας τραγουδιών. Τίποτα παραπάνω . Ως εκκολαπτόμενος τραγουδοποιός , δεν έβλεπε ακόμα φως στην άκρη του τούνελ . Στο “ I need you “ η φωνή του έχει μια γοητευτική απόσταση , δεν είναι μπροστά. Ακούγεται ανεπαίσθητα μελαγχολική και παραγκωνισμένη. Στα LP τους, έως και το 1965 , οι άλλοι δυο του άφηναν χώρο για μόλις ένα ή δυο κομμάτια και αυτά σίγουρα όχι στην αρχή της κάθε πλευράς. Με το “Taxman” , αυτό άλλαξε. Το Revolver του ’66 ανοίγει με «one, two ,three» , με βήχες απ τους διάφορους καπνούς , αλλά κυρίως με αυτό το σούπερ δυναμικό κομμάτι . Το φως είχε αρχίσει να αχνοφαίνεται. Παντρεύτηκε ένα τρελούτσικο κορίτσι, την Πάτι , το πιο λαμπερό , απ όλα τα κορίτσια των Σκαθαριών. Η ψυχή του όμως αναζητούσε άλλα . Στα μέσα των sixties , όλοι , μουσικοί και μη , γοητεύονταν με την ιδέα μιας αλλαγής. Οι περισσότεροι βέβαια το πέρασαν αυτό ξώπετσα , καταλάβαιναν την αλλαγή μόνο ως ιλουστρασιόν εικόνα , σαν τις «χίπικες» ταινίες του Δαλιανίδη . Για τον Χάρισον όμως , και για κάποιους άλλους εκλεκτούς, αυτό που ξεκίνησε ως επιπόλαια μόδα τον οδήγησε τελικά σε κάτι πιο βαθύ που θα του φώτιζε τη ζωή , μια για πάντα. Στις όχθες του Γάγγη ανακάλυψε τον πνευματικό του εαυτό . Πιθανόν να τον κουβαλούσε βαθιά μέσα του , όλα τα προηγούμενα χρόνια, ψήγματα του , μάλιστα, ίσως να αντανακλώνταν πότε πότε στο αινιγματικό χαμόγελό του . Η ινδική μουσική άγγιξε τις πιο ευαίσθητες χορδές του. Η κάνουλα είχε ανοίξει επιτέλους. Ένας ποταμός πολύ όμορφων τραγουδιών, άρχισε να ρέει. Τα “Something” και το ‘Here comes the sun” αποτελούν τη ραχοκοκαλιά του Abbey Road . Τα πιο ολοκληρωμένα κομμάτια του δίσκου. Και τα πιο διαυγή σε ήχο .Τις φράσεις της κιθάρας του στο σόλο του Something , μπορεί κανείς εύκολα να τις τραγουδήσει νότα προς νότα , χωρίς να είναι τραγουδιστής . Οι άλλοι δυο , ανόρεκτοι πλέον για το κοινό τους μέλλον , συγκολλούσαν απλώς , αλλά με τέλεια μαστοριά είν’ αλήθεια, θραύσματα στίχων και μουσικές φράσεις που είχαν αφήσει στο συρτάρι . Κι έτσι ήρθε η σόλο καριέρα και το τριπλό άλμπουμ «All things must pass» που ακούγονταν σαν να βγάζει τα απωθημένα του . Όσα αξιόλογα είχε μαζέψει στη «σκιά των δυο γιγάντων», βρίσκονταν εκεί. Τα επόμενα χρόνια για τον ίδιο, ήταν αμήχανα και άνισα , σαν να μην ήξερε να διαχειριστεί το οξυγόνο ελευθερίας που του δόθηκε μετά τη διάλυση του γκρουπ . Υπάρχουν κι άλλες αναλαμπές βέβαια : ακούστε για παράδειγμα το υπέροχο «Give me love (give me peace on earth)» του 1973. Άλλα η μαγεία είχε χαθεί , και το ποτάμι της τραγουδοποιίας άρχισε πάλι να στερεύει. Κάποιες συνθεσάιζερ – προσπάθειες εναρμόνισης με αυτό που θεωρούνταν σύγχρονο για την εποχή ,αντί να τον πάνε μπροστά , τον πήγαιναν ακόμη πιο πίσω και τον έκαναν να μοιάζει παρωχημένος. Η ουσία όμως του Τζορτζ δεν ήταν αυτή. Δεν είναι τα πάντα «καριέρα» σ’ αυτή τη ζωή, ούτε πρέπει τα πράγματα να είναι πάντα παραγωγικά και «υψηλά». Στις λιγοστές συνεντεύξεις του , έμοιαζε να τα χει βρει με τον εαυτό του και να μιλάει με μια ήρεμη σοφία για τα πάντα , για τα γρήγορα αυτοκίνητα , για τους Monty Python , για τους Χάρε Κρίσνα , για τους Beatles. Αυτό το «μέσα φως» που άναψε γι αυτόν , κάποτε στην Ανατολή , τον ακολουθούσε σε ότι έκανε και σ’ ότι έλεγε. Έως τη στιγμή που έφυγε απ αυτόν τον μάταιο «υλικό κόσμο». Σαν σήμερα πριν 19 χρόνια ακριβώς.