Όλες οι βεβαιότητες του είχαν αποδράσει σταδιακά , μία-μία, απ το παράθυρο . Οδηγούσε τώρα μόνος, μέσα στη λάσπη , στον επαρχιακό δρόμο. Ούτε το ραδιόφωνο έπιανε , ούτε τίποτα. Ούτε μια διαφήμιση κοσμικής ταβέρνας , όπως αυτές που τον διασκέδαζαν κάποτε , με την απαλή μουσική και με μια κοπέλα με echo να λέει γλυκά : “ ΕΔΕΜ : βρισκόμαστε δίπλα σας σε όλες τις ξεχωριστές στιγμές της ζωής σας , αναλαμβάνουμε …”. Άρχισαν να του λείπουν ακόμα κι αυτές, φανταστείτε. Ήταν αργά το απόγευμα και τελείωνε και η μπαταρία του κινητού του. Προσπερνούσε την πλαζ του ΕΟΤ , όπου έκανε μπάνιο τα καλοκαίρια. Τώρα ήταν όλα γκρίζα . Αδειες ξαπλώστρες, βρεγμένη άμμος και μια μοναχική ταμπέλα . Σαν να βρισκόταν σε κάποια άλλη χώρα. Μόνο ένας παπάς , απ αυτούς τους ανυπότακτους, τους αγριωπούς , περίμενε σε μια στάση του ΚΤΕΛ με μια μαύρη ομπρέλα. Ούτε φίλο μπορούσε να συναντήσει δια ζώσης, κι αυτό του έλειπε πολύ . Φίλοι και πρώην συνάδελφοι απ τη δουλεία (που έχασε κατά την πρώτη καραντίνα ), είχαν μετατραπεί , στην καλύτερη περίπτωση, σε «ασώματες κεφαλές» . Μιλούσαν και κινούνταν πια μόνο μέσω μιας οθόνης λαπτοπ, με κινήσεις διακοπτόμενες , αποσπασματικές, όπως οι κινήσεις των αστροναυτών που μας μιλάνε μέσα απ τα διαστημόπλοια . Όλα αυτά τα δυσοίωνα σκεφτόταν , μέσα στο μουντό τοπίο, το τελευταίο απόγευμα της χρονιάς , και του ερχόταν να σκάσει . Κι εκεί , πάνω που ήταν έτοιμος ν’ απελπιστεί και να τα παρατήσει όλα , εκεί στην τελευταία στροφή , συνάντησε αυτήν την εικόνα:
Μια απλή κοκκινωπή καντίνα στη μέση του πουθενά . Φτιαγμένη γι αυτόν .
Κι εντελώς μαγικά , ένα θερμό φωτάκι αισιοδοξίας , άναψε, ξαφνικά, μέσα του και γύρω του . Χωρίς να το περιμένει.
Καλή Χρονιά!