H ΣΚΙΑ του Νίκ Κέιβ

(εντυπώσεις από μια παλιά συναυλία)
Αρχές καλοκαιριού, Ιούνιος. Πήγα να δω τον Νίκ Κέιβ στη Θεσσαλονίκη. Αντί να δω ένα κουρασμένο παλικάρι, έναν βαριεστημένο ρόκερ, είδα έναν καλλιτέχνη που, σαν σχοινοβάτης, ισορροπεί ανάμεσα σε έννοιες όπως: παράδοση-νεωτερικότητα, κλασσικό-σύγχρονο, σοβαρό-κωμικό, καινούργιο-παλιό. Κυρίως σκεφτόμουνα το τελευταίο. Ποια είναι η σχέση του καινούργιου με το παλιό;
Γιατί μας πιάνει μια τρέλα, ειδικά στην Ελλάδα, με το ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ; Καινούργιο αυτοκίνητο, ακίνητο, κινητό, καινούργια έπιπλα και ψυγεία , καινούργιες ιδέες. Γιατί το παλιό προσπαθούμε βιαστικά να το κουκουλώσουμε, να το φιμώσουμε, να το ξεχάσουμε; Γιατί όταν το παλιό επιστρέφει ηχεί σαν κλαψιάρικη νοσταλγία ή σαν χαζοχαρούμενη αναβίωση; Είναι το παρελθόν παλιό και το παρόν καινούργιο;
Φυσικά αν είναι να σκέφτεσαι όλα αυτά κατά την διάρκεια μιας συναυλίας, τότε πάνε χαμένα τα 45 ευρώ που έδωσες για να μπεις. Μια καλή συναυλία την απολαμβάνεις, νιώθεις ,έστω και προσωρινά, καινούργιος και ανάλαφρος, πιστεύεις ότι όλα αρχίζουν τώρα. Ο παλιός μας εαυτός περιμένει απέξω βαρύς κι’ ασήκωτος , και μας ξαναβρίσκει όταν σταματήσει η μουσική. Αλλά την ώρα της συναυλίας το μυαλό θέλει άλλα.
Στους Λαζαριστές λοιπόν, είδαμε έναν Κέιβ οργισμένο, νεανικό, χιουμορίστα, στριπτιζέρ, προκλητικό, τρυφερό, αλλά και πάνκ, ντύλαν, καουμπόη, νέγρο, αρχαίο και μεταμοντέρνο μαζί. Σε μια εποχή διαδικτυακού αυνανισμού και σούπερ μάρκετ μελαγχολίας, ο Αυστραλός επιμένει να μας μιλάει για φεγγαρότοπους, για τη νύχτα των λωτοφάγων, για τον άνθρωπο του μεσονυκτίου, και μαζί μ ’αυτά επιμένει σταθερά με τον Ιησού, τις τρελές γυναίκες, την λάσπη, τον πάθος και τον πόνο. Επάνω στη σκηνή νόμιζες ότι συνεχώς προσπαθεί ν’ αποφύγει ένα πελώριο μαύρο πουλί. Το συγκρότημα , «οι Κακοί Σπόροι» ακολουθούσε τον τραγουδιστή σε όλους τους απίθανους τόπους του με συνέπεια, από τα ερεβώδη δάση μέχρι τις ηλιόλουστες πεδιάδες . Ειδικά ο Έλλις, βιβλική φιγούρα με ηλεκτροφόρο βιολί, έβγαζε κάτι ήχους άγνωστους, σαν να ήταν θαμμένοι για αιώνες κάπου την αυστραλιανή έρημο. Το πιο σημαντικό όμως ήταν Η ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΝΙΚ ΚΕΪΒ. Ήταν μια σκιά με χαρακτήρα. Την έβλεπες να απλώνεται στον ένα τοίχο της Μονής σαν σκοτεινός αναρριχώμενος κισσός. Αμέσως σ’ έκανε να σκέφτεσαι ποιος ακολουθεί ποιόν; Η Σκιά τον Νίκ, ή ο Νίκ τη Σκιά;
Ας επανέλθω όμως σ’ αυτό άρχισα να λέω. Αν υποθέσουμε ότι ο Νίκ είναι το «καινούργιο» , και η Σκιά του είναι το «παλιό» , τότε ποίος πραγματικά ακολουθεί ποιόν; Μπορούμε να διαγράψουμε τη σκιά μας; Όχι. Μπορούμε να της ξεφύγουμε ή να την κυνηγήσουμε όπως κάνει η γάτα; Πάλι όχι. Ο Κέιβ το ‘χει καταλάβει αυτό νωρίς και δεν μπαίνει στο κόπο. Αντιθέτως έχει μάθει ν’ ακούει τη Σκιά του. Η δύναμη του αντλείται από κει ,από μια δεξαμενή απ’ το παρελθόν. Το παλιό πρέπει να ξαναγεννηθεί στο καινούργιο. Η παράδοση ζητάει να ξανακερδηθεί. Οι «παλιοί» μας εαυτοί, που επειδή δεν μας κάνανε, τους πετάξαμε στα σκουπίδια σαν «καλοί» νεοέλληνες, ζητούν να γίνουν σκιές μας.
Μπορούμε να ζήσουμε χωρίς το «παλιό»; Πως είναι ο άνθρωπος χωρίς τη σκιά του; Είναι ένας άνθρωπος φωτισμένος τεχνητά από τους προβολείς των ιδεών του και μόνο. Είναι αυτός που στο όνομα μιας ΙΔΕΑΣ, δεν αναλαμβάνει το ρίσκο να αντιμετωπίσει τη ζωή όπως έρχεται, με όλες της τις σκιές, τα κενά και τις τρύπες της. Μια ζωή λειασμένη είναι ψευτοζωή. Από την άλλη πλευρά βέβαια υπάρχει ο κίνδυνος να μας ρουφήξει το «παλιό», να πνιγούμε στη σκιά του «παρελθόντος». Αυτό είναι το δεύτερο αγαπημένο σπορ των Ελλήνων , μετά την λατρεία για το «καινούργιο». Τότε γινόμαστε οπαδοί φανατικοί και λάτρεις φαντασμάτων. Καταλήγουμε να λέμε ότι η ζωή εκεί έξω είναι μια Τερατώδης Καθημερινότητα. Υπάρχει τελικά η ενδιάμεση κατάστασή; Πώς ισορροπεί ο Νικ Κέιβ στο σχοινί;
Με το φριχτό αυτό ερώτημα κολλημένο σαν τσίκλα στο μυαλό μου οδηγούσα στην Εγνατία με τον ασπρουλιάρικο της ουρανό. Επέστρεφα σε μια πόλη που μπορεί ποτέ να μην ζωγραφιστεί, να μην τραγουδηθεί. Μια πόλη με κομμωτήρια και καταστήματα ντι βι ντί. Χωρίς σκιές και φαντάσματα, νεόδμητη. Ίσως αυτό το «τίποτα», να είναι το κατάλληλο πεδίο για να ξεκινήσουμε να ζούμε «δημιουργικά» τις αντιφάσεις και τα διλήμματα μας. Δεν ξέρω, ίσως.

Write a Reply or Comment