Στέκει μόνος ανάμεσα σε δύο σπίτια . Θέλει να είναι στο κέντρο, συχνά όμως μετατοπίζεται προς το ένα ή προς το άλλο.
Όταν επικρατεί φασαρία στο ένα, πάει πιο κοντά στο άλλο . Δεν έχει στέγη γιατί βρίσκεται συνεχώς εν κινήσει. Δεν βολεύεται σε κανένα από τα δυο σπίτια, πόσο μάλλον όταν του λένε πως πρέπει να διαλέξει να μείνει οπωσδήποτε σε ένα από
τα δύο, αλλά αφού διαλέξει σε ποιο, να μείνει για πάντα εκεί. Από μακριά του φαίνονται και τα δύο συμπαθητικά γιατί έχει
καλή πρόθεση . Ειδικά το απόγευμα που δύει ήλιος , που όλα είναι χρυσά και αυτός γίνεται φουλ συναισθηματικός, μπορεί και τα
δύο σπίτια να του φαίνονται και γοητευτικά.
Απ τα παράθυρα τους: μουσική έθνικ στο ένα, Καλομοίρης και Σκαλκώτας στο άλλο.
Όταν όμως λίγο πλησιάζει ακούει κάτι
συνθήματα που τον χαλάνε, υπάρχει εκατέρωθεν ένα φως ψυχρό χωρίς ελπίδα . Έτσι ξαναπάει στο κέντρο όπου η απόσταση είναι ίση κι από τα δύο σπίτια. Μελαγχολεί. Πιο πέρα στους λόφους, βλέπει κι άλλους σαν αυτόν :
κάθονται στο κέντρο μόνοι, κοιτάζουν κι αυτοί γύρω τους καλοπροαίρετοι αλλά μουδιασμένοι, σαν να θέλουν να ενωθούν αλλά κάτι να τους κρατάει.
Είναι βαριά αυτή η μοναξιά . Λίγοι θα την αντέξουν. αλλά όταν την αντέξουν τελικά, ένα πρωί που ίσως δεν είναι πολύ μακριά, θα συνειδητοποιήσουν πως αυτοί είναι οι ρυθμιστές και ότι αυτοί είναι που πρέπει να πάρουν την απόφαση συνεννοηθούν με τις
δυο πλευρές, για να πάρουν τα καλύτερα υλικά του ενός σπιτιού και του άλλου- που σίγουρα υπάρχουν- και επιτέλους να κτίσουν το δικό τους μόνιμο σπίτι στο
κέντρο.