χρήστος παρασκευαΐδης

Τον θυμάμαι τόσο καλά που νομίζω πως μπορώ να τον ζωγραφίσω από μνήμης.

Ο Χρήστος γεννήθηκε στο Βρυσάκι Έβρου, δίπλα στα σύνορα, το 1968. Ήταν πολύ μεγαλύτερος μου. Τον είχα μαθητή στο Ε.Ε.Ε.Ε.Κ. Ήταν πάντα γελαστός, τα δόντια του φαίνονταν χαλασμένα, κοφτερά . Είχε καμπουρίτσα, πυκνά φρύδια και μια ελιά στο μάγουλο. Δεν είμαι σίγουρος αν ήξερε πως έμοιαζε με τον Mr Bean, αλλά μάλλον δεν τον ένοιαζε. Όταν γελούσε, όλοι το καταλάβαιναν. Και όταν χόρευε ζεϊμπέκικο , γύριζε γύρω από τον εαυτό του με ανοιχτά τα χέρια σαν στροβιλιζόμενος δερβίσης. Δεν ζαλιζόταν ποτέ. Όλοι τον κοιτούσαν. Οι περισσότεροι γελούσαν. Έσπαζαν πλάκα , όπως έσπαζαν τότε, συχνά, οι Έλληνες στην επαρχία. Ξέρετε: Χαβαλές, λουκάνικα και Μαλαματίνα. Ήμασταν ακόμα, βλέπετε, πριν την Κρίση. Κάποια στιγμή του έκανα παρατήρηση γιατί μιλούσε στην τάξη. Σταμάτησε: “Πιο καλά πάω για καφέ,” είπε και γέλασε. Γέλασα κι εγώ. Τώρα το σκέφτομαι και βλέπω ότι πίσω απ το ,εκ πρώτης όψεως, αστείο, κάτι θλιβερό υπήρχε, παραμέσα. Κάτι που δεν το συνειδητοποιούσαμε τότε. Είχε μανία με τον τραγουδιστή Νίνο . Μου έλεγε να πάμε Αθήνα με το πρώτο αεροπλάνο, στο «Ελλάδα Έχεις Ταλέντο». Εγώ με τον ενθουσιασμό του πρωτάρη στην Ειδική Αγωγή , τον ενθάρρυνα «Πάμε ρε Χρήστο, φύγαμε τώρα!». Με πιάνει ο διευθυντής, χρόνια ψημένος στην Ειδική Αγωγή, ψιλόλιγνος, ίδιος ο ηθοποιός  Χάρι Ντιν Στάντον: «Μην μπαίν’ς στου παραλήρημα! Να του λες ‘’είσαι σίγουρος γι αυτό Χρήστο;’’». Κάθισα ,το σκέφτηκα. Το άλλο πρωί μου λέει πάλι ο Χρήστος: «Πάμε Αθήνα;» , και του απαντώ μηχανικά, χωρίς να το πιστεύω: «Είσαι σίγουρος γι αυτό που λες Χρήστο;». Με κοιτούσε σαστισμένος ο Χρήστος, και με το δίκιο του.

Ένα πρωί, λίγο μετά, τέλη του ’08 πια, πήγα, όπως κάθε μέρα, στο σχολείο και δεν ακουγόταν κανείς. Βουβό το σχολείο. Ρωτάω. Ο Χρήστος είχε πεθάνει στον ύπνο του. Δεν το περίμενε κανείς. Τον πρόδωσε η καρδιά του, λένε. Πήγα στην κηδεία του, στις Φέρες, μόλις έξι χιλιόμετρα από τον ποταμό Έβρο. Προχωρημένος Νοέμβριος, τέτοιες μέρες δηλαδή.  Κρύα μέρα, γκρίζα. Οι γονείς του έκλαιγαν σε μια γωνία. Κλαμένος κι ο αδερφός του. Και το χωριό βουβό. Στην κηδεία ήμασταν και λίγοι άλλοι. Συγγενείς, φίλοι, καθηγητές. Κι εγώ εκεί, να τον κοιτάζω στο φέρετρο. Σοβαρό πια, χωρίς το γέλιο του. Δεν είχε κίνηση. Δεν χόρευε. Ούτε γύριζε γύρω από τον εαυτό του. Το σώμα του ήταν ακινητοποιημένο, όπως και τα πάντα γύρω του. Ήταν ο πρώτος μου μαθητής και τον θυμάμαι τόσο καλά. Δεν τον πήρα τελικά μαζί μου στην Αθήνα, αλλά, με αυτό το κείμενο σήμερα, νιώθω σαν να τον πήρα.

 

Write a Reply or Comment