η ρουτίνα και η έμπνευση

α. η ρουτίνα
Προ ημερών έβλεπα σ’ αυτό το βίντεο τον Nick Cave, ξαπλωμένο στον καναπέ της Bella Freud, σε μια χορταστική συνέντευξη που λίγο αφορούσε, τελικά, τη μόδα, τα κουστούμια ή τα παπούτσια του Αυστραλού. Βέβαια ακόμα κι αυτό είχε ενδιαφέρον , γιατί μιλάμε για έναν από τους πιο πολύτιμους storytellers / ροκ σταρς των τελευταίων 45 ετών, που άντεξε μέχρι σήμερα, σε μια εποχή, μάλιστα, που οι περισσότεροι μιλάνε πιο πολύ για πράγματα ασήμαντα ή όπου άλλοι πάλι, επηρεασμένοι ίσως απ’ τη στυλιζαρισμένη αισθητική του Instagram- όπου όλα είναι κομψά (ακόμη και στην απόγνωση τους)- γράφουν λίγα, δήθεν λιτά και κυρίως βαρετά .

Ο Cave αντιθέτως, είναι  ένας χείμαρρος: μιλάει για τα κουστούμια του, για τους γονείς του, για τα χρόνια του Βερολίνου, για τον αδικοχαμένο γιό του, για τη Susie ( τη γυναίκα του) . Μιλάει για όλα. Βοηθάει κι ο καναπές. Αλλά και η γοητευτική Bella , η οικοδέσποινα, σχεδιάστρια μόδας , κόρη του ζωγράφου Lucien Freud – και δισέγγονη του Zygmunt. Το σημείο που ταυτίστηκα, όμως, πιο πολύ είναι εκεί που ο Nick μιλάει για τη ρουτίνα του. Ο μύθος του καταραμένου ρόκερ καταρρέει σαν τραπουλόχαρτο μέσα από μια απλή διήγηση ενός συνηθισμένου του πρωινού: Κάθε πρωί λοιπόν, μετά από ένα κρύο , παγωμένο μπάνιο (στη λίμνη –εντάξει, πιο σπάνια αυτό- ή στη ντουζιέρα του σπιτιού του), φοράει το κουστουμάκι του και πηγαίνει σε αυτό που ο ίδιος αποκαλεί “γραφείο” του και στρώνεται στη δουλειά. Πόσο ανακουφιστικό ακούγεται αυτό για μας τους υπόλοιπους, που ως τώρα αμφιβάλλαμε εάν όλα αυτά τα χρόνια ακολουθούμε τη σωστή μέθοδο. Δεν περιμένει την έμπνευση να έρθει. Δεν την αρνείται, αλλά η δουλειά δεν μπορεί να περιμένει.  Κι επίσης λέει πως είναι κάτι που υιοθέτησε από τους ζωγράφους συμφοιτητές του στην σχολή Καλών Τεχνών, από την οποία πέρασε για ένα φεγγάρι στα πολύ νεανικά του χρόνια.  Όσο χάος και να υπήρχε στη ζωή τους ή μέσα τους, εκείνοι πήγαιναν κάθε πρωί και δούλευαν. Και η Bella συμφώνησε κι επαύξησε, κι ο δικός της ο πατέρας το ίδιο έκανε. Το ήθος της εργασίας, ήταν κάτι απαραβίαστο, άσχετα απ’ την έμπνευση. Κι αναρωτιέμαι.  Πόσες γόνιμες ώρες έχουν ματαιωθεί περιμένοντας δήθεν την έμπνευση; Τι είναι “‘έμπνευση” ακριβώς;
Μπορεί να είναι μόνο μια φωτεινή στιγμούλα.

{αλλαγή σκηνικού: Θεσσαλονίκη, 1η Απριλίου 1983}
β. η έμπνευση
Για να γράψω κατιτίς πρέπει προηγουμένως κάτι να με κάνει “χαζό”. Μόνο όταν συμβαίνουν γεγονότα που με θαμπώνουν, με αφήνουν με το στόμα ανοιχτό ή  με κάνουν να χάνω τον εαυτό μου, μόνο τότε μπορώ να γράψω καινούργια τραγούδια .
Και μόνο τότε έρχεται κοντά, φτερουγίζοντας, η “έμπνευση”, θα προσθέταμε αυθαίρετα εμείς.
Σε εκείνη την μακρινή Πρωταπριλιά του ’83 στη συναυλία στο Παλαί ντε Σπορ, τα πάντα ήταν “ηλεκτρισμένα”.

Ενώ έπαιζε καταπληκτικά η ορχήστρα , εκείνος κάτι άλλο ήθελε, γι αυτό κι έριξε ξαφνικά αυτό το σάλτο, με ανοιχτά τα χέρια  σαν να πετάει. Σαν μια εμβύθιση -προς τα πάνω όμως. Χόρεψε, κάθιδρος, εκείνο το βαλς της “Άννας” με τη γυναίκα του , περισσότερο για να περισωθεί, για να κρατηθεί σε φωτεινή τροχιά , σε πείσμα  των συνθημάτων που βρίσκονταν εκεί κάτω, της νοσταλγίας για τη γενιά του 114, των βουλευτών Θεσσαλονίκης που στρογγυλοκάθονταν εκεί μπροστά, του σκοταδιού μιας ζωής στείρας, χωρίς φαντασία. Κι αυτό κράτησε δυο ή τρία λεπτά, όχι παραπάνω. Για λίγο ενώθηκαν τα λόγια, η μουσική, με το ρίγος που τα γέννησε. Μια μικρή στιγμούλα, μια μπουκίτσα υπέρβασης μόνο, γιατί μετά όλα προσπάθησαν να τον επαναφέρουν στην ‘πραγματικότητα’ : ο κακός ήχος απ’ τα ηχεία, οι απαιτητικοί θεατές, η ανθοδέσμη-υπερπαραγωγή , ένα ανακάτεμα εργατικής πρωτομαγιάς και γάμου Ριτς και Καρολαιν . Τα έβαλε με τον συμπαθέστατο υπάλληλο του ανθοπωλείου, που μετά ήθελε ν’ ανοίξει η γη και να τον καταπιεί- ήταν φάουλ αυτό- τι έφταιγε ο άνθρωπος ; . Μετά χάλασε η γιορτή. Λίγοι κατάλαβαν τι είχε πραγματικά συντελεστεί. Έτσι είναι κάθε φορά , λίγοι καταλαβαίνουν πραγματικά, πίσω απ’ τα δικά του πέντε-δέκα τραγούδια που γνωρίζουν και τραγουδάνε μηχανικά.

41 χρόνια μετά από εκείνη τη συναυλία, προχθές δηλαδή, στο Μέγαρο, στην παρουσίαση του βιβλίου “Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα” (Εκδ. Πατάκη 2025) , ο Σκαμπαρδώνης, ο πιο μεστός ομιλητής εκείνης της βραδιάς, πλησίασε πολύ κοντά σε αυτό που σκέφτομαι για την “έμπνευση”. Στης έμπνευσης την “άγρια” ώρα παύεις να είσαι ο συνηθισμένος εαυτός σου, με τα ελαττώματα και τα βαρίδια σου, και γίνεσαι κάτι που ξεχειλίζει και πάει και βρίσκει όλους τους άλλους. Τόσο που μετά απορείς: “Από μένα βγήκε αυτό;” . Κι αυτό δεν το αλλάζεις με τίποτα. Χαλάλι τα “ωράρια εργασίας”, οι ταλαιπωρίες, οι αγώνες κατς με την ‘πραγματικότητα” που τις πιο πολλές φορές, μάλιστα,  σε βγάζει νοκ άουτ. Αλλά η χαρά στο τέλος είναι απερίγραπτη, δεν κρύβεται στο  αριστούργημα η χαρά, είναι που συνειδητοποιείς ότι έκανες κάτι που σε ξεπέρασε.

Ευτυχώς που θα υπάρχουν πάντα οι δάσκαλοι μας ( o Σάββο, ο Nick Cave, ο Lucien Freud αλλά και εκείνος ο ταπεινός υπάλληλος του ανθοπωλείου που απάντησε μ ένα  ευγενικό απολογητικό χαμόγελο, εκείνη τη βραδιά του ’83 στο Παλαί ντε Σπορ)  Μας δείχνουν τον δρόμο και  μας μαθαίνουν να επιμένουμε μέσα στη ρουτίνα, να είμαστε εργατικοί, να έχουμε υπομονή κι αν έρθει το ‘θαύμα’ της έμπνευσης, καλώς να έρθει.

Write a Reply or Comment