Συνήθως όλα αρχίζουν από κάτι μικρό, περιορισμένο. Ας πούμε, ένα εφηβικό δωμάτιο:
Φανταστείτε ένα απόγευμα, αρχές άνοιξης του ‘90, το φως να μπαίνει απ’ τις περσίδες και να προβάλλεται ριγωτό στον απέναντι τοίχο με την αφίσα του Robert Smith. Οθόνη κομπιούτερ έβλεπες σε λίγα εφηβικά δωμάτια τότε. Στο εν λόγω δωμάτιο πάντως σίγουρα δεν υπήρχε, κι έτσι μπορούσες, απερίσπαστος, για αρκετή ώρα να μην κάνεις τίποτα: να ονειρεύεσαι απλώς τη Wynona Ryder ή να κοιτάζεις τα εξώφυλλα των Βαβέλ σου ή τον απέναντι τοίχο με τον Robert Smith ριγωτό, όλο οριζόντιες γραμμές – λες και έχει φορέσει τη στολή των Ντάλτον στο πρόσωπο – και να περνάει έτσι η ώρα και να μη βγαίνεις απ’ αυτό το δωμάτιο για ώρες πολλές.
Ήσουν προφυλαγμένος σ’ αυτό περιβάλλον και κατά κάποιο τρόπο ένιωθες γεμάτος. Έβαζες το δίσκο στο πικάπ. Και τότε, πίσω απ’ την κλειστή σου πόρτα, άρχιζε ένα μυστήριο βουητό, ήταν ο ήχος ενός ηλεκτρικού μπάσου που ερχότανε από μακριά. Το “I Wanna Be Adored“ ξεκινούσε ως ψίθυρος και φούσκωνε σε κάτι τεράστιο.
Σαν να ξεκλείδωναν σιγά σιγά μικρές καταπακτές που άφηναν να ξεχυθεί από μέσα όλη εκείνη η μουσική, μια ξαφνική αποσυμπίεση, μια έκρηξη ανθοφόρος κι ευωδιαστή που γέμιζε ξαφνικά το δωμάτιο.
Άνοιξη ξαφνική. Δεν είναι τυχαίο που ένα άλλο κομμάτι τους τιτλοφορείται “Είμαι η Ανάσταση” ( I Am the Resurrection)
Έτσι κάπως ήρθε στη ζωή μου η μουσική των Stone Roses.
Τους θυμάμαι να διαβαίνουν ένα ηφαιστειογενές τοπίο: Φαρδιά παντελόνια, ξεχειλωμένες μπλούζες, μαλλιά όπως αυτά που είχαν οι Beatles στο Revolver. Αλλά κυρίως είχαν μια ατσούμπαλη αποφασιστικότητα. Σκόνταφταν σε κάτι πέτρες, αλλά δεν τους ένοιαζε , προχωρούσαν.
Είδα πρώτη φορά το βίντεο κλιπ του Fool’s Gold στο MTV εκείνη την άνοιξη του ’90. Αναστατώθηκα. Λες και η οθόνη της τηλεόρασης γέμισε ξαφνικά πιτσιλιές και σταξίματα από χρώματα. Ο ήχος έμοιαζε με τα αφηρημένα τοπία του Pollock. Κιθάρες που ξεδιπλώνονταν σαν σπειροειδή σχέδια, ακόρντα παιγμένα ανάποδα όμοια με τα tapes των Σκαθαριών του ’66, μπάσο που κρατούσε τον funky ρυθμό και σε ξεσήκωνε. Ο Ian Brown δεν τραγουδούσε – υπνώτιζε, όπως ένας νεαρός, σπάνιος μύστης. Ο Reni δεν έπαιζε τύμπανα – έστηνε έναν χορό με τις μπαγκέτες του. Διονυσιακό. Αφού πήρα το single αυτό, λίγο μετά έτρεξα κι αγόρασα το L.P. Είχε μόνο το όνομα του συγκροτήματος. Τα τραγούδια ένα κι ένα. Σήμερα, μετά από πολλές επανακροάσεις , ακόμα αυτό πιστεύω. Έχω μπροστά μου ένα σφιχτό , ολοκληρωμένο έργο, τόσο νέο αλλά και τόσο στιβαρό, σαν να έχει γραφτεί τώρα το ‘25 ή πριν 60 χρόνια. Το δικό μου αγαπημένο εκεί μέσα είναι το “Bye Bye Badman”. Ξεκινάει αργά, υποβλητικά με μια κιθάρα με distortion: σαν μια ανατολή ηλίου μετά από ένα μακρύ ξενύχτι, και μετά αλλάζει τέμπο και μοτίβο, σαν να σηκώθηκε πιά ο ήλιος για τα καλά και να προχωράει γρήγορα η μέρα. (Θα χαιρόμουν να μου λέγατε τα δικό σας αγαπημένο αφού ακούστε τον δίσκο εδώ).
Η κλειστοφοβική αμεσότητα των συνθηκών κάτω απ’ τις οποίες αρχικά γεννήθηκαν και ηχογραφήθηκαν τα τραγούδια αυτά, κούμπωνε, περιέργως (στο μυαλό μου) με το παραπάνω δωμάτιο που περιέγραψα. Μια στενότης που, παρά το ασφυκτικό περιβάλλον, βρίσκει τον τρόπο να εκφραστεί και να ανθοφορήσει. Φανταζόμουν κάτι απρόσωπα μικρά στούντιο στο Λονδίνο ή πιο πιθανά στο Μάντσεστερ, γεμάτα κιθαριστικά riffs, καπνό και σκόρπια χαρτιά, να διακτινίζονται ξαφνικά – ίσως απ’ τη δική μου υπερβολική αγάπη- και να έρχονται μέσα στο εφηβικό δωμάτιο. Θα μπορούσε να είναι το δωμάτιο του καθένα από μας. Αυτών κυρίως, που ήταν έφηβοι στις αρχές των 90’s, και που δεν ικανοποιούνταν με το “U Can’t Touch This” του Mc Hammer, ούτε όμως και με το κύμα «ελληνικότητας – σαπουνόπερα», που τότε περίπου άρχισε να φουντώνει, όλο ούτια, πριγκηπέσσες (και άπειρες παρερμηνείες που μας ταλαιπωρούν μέχρι σήμερα). Απ’ τα ξένα, λοιπόν, απ’ τις μεγαλουπόλεις του βιομηχανικού βορρά, τα τραγούδια (και) των Stone Roses έγιναν μια υπόθεση τόσο προσωπική, που για μια στιγμή νομίσαμε ότι ήταν εδώ ειδικά για εμάς. Ήμουν δεκαπέντε. Εσωστρεφής, ντροπαλός αλλά αυτάρκης. Ό,τι άκουγα τότε είχε σημασία. Έψαχνα μουσική που θα με αποκρυπτογραφούσε, που θα έλεγε όσα δεν μπορούσα να πω. Έτσι ξαφνικά, ως δια μαγείας, το αθηναϊκό προάστιο, παρόλο που απ’ τα απέναντι μπαλκόνια ακούγονταν παθιασμένοι διάλογοι από σαπουνόπερες ή του Χατζηνικολάου το σφύριγμα στις Ειδήσεις των Οκτώ, μεταμορφωνόταν για μένα, σε μια γειτονιά του Μάντσεστερ. Έστω για λίγο. Και όλα τα άλλα σε κάτι άλλο : οι φίλοι γίνονταν bandmates, τα κορίτσια ροκ νεράιδες (εν αγνοία τους φυσικά).
Βέβαια, δεν έλειψαν οι παρεξηγήσεις. Κάποιοι μπερδεύτηκαν. Τα χρόνια περνούσαν κι αυτοί εξακολουθούσαν να συμπεριφέρονται σαν να ζουν στο ίδιο εφηβικό δωμάτιο μέσα σ αυτό το προφυλαγμένο «κουκούλι» θαλπωρής , όλο δίσκους και ταινίες και νεραϊδόσκονες . Έμειναν για πάντα εκεί μέσα και με κλειστή την πόρτα. Ακόμα τους βλέπω, γκριζομάλληδες με ιδιοσυγκρασία έφηβου και κυρίως με τις ίδιες απόψεις, πράγμα ρομαντικό αν το δεις συμπαθητικά, αλλά και λίγο περίεργο: σ’ έναν κόσμο που απαιτεί πια άλλου είδους αντανακλαστικά, συμπεριφέρεσαι λες και βγήκες από μια μαθητική κατάληψη του ’90. Κάποιους άλλους, δεν μπορείς παρά να τους δεις τρυφερά και με το βλέμμα μιας ωριμότητας που αμβλύνει τις γωνίες, ως συγκινητικές περιπτώσεις: Παιδιά που κάποτε έφτασαν πολύ κοντά στο όνειρο, τόσο που λίγο έλειψε να καούν. Αυτούς που σήμερα τους βλέπεις ακόμα με ξεβαμμένες μπλούζες συγκροτημάτων και ένα “κάτι” πάνω τους που τους προδίδει, έστω κι αν αυτό μαράζωσε σε κάποιο συνοικιακό συνεργείο αυτοκινήτων ή στου ΟΠΑΠ τα πρακτορεία, ή (κι αυτό είναι το πιο σύνηθες) σ’ έναν άχρωμο γάμο και σε μια ζωή χωρίς διακυμάνσεις. Λίγο να τους ξύσεις αυτούς τους ανθρώπους, θα θυμηθούν εκείνο τα παλιό άρωμα που τους συνεπήρε τότε.
Ας μην βγάζουμε τους εαυτούς μας απ’ έξω, όλοι έχουμε στιγμές που, λιγότερο ή περισσότερο, μοιάζουμε με εκείνους ή με τους άλλους που ανέφερα πιο πάνω.
Η γοητεία που ασκούσε σε πολλά παιδιά της γενιάς μου αυτή η βρετανική (κυρίως) υποκατηγορία της ροκ ήταν τόσο έντονη, σαν να ερωτευόσουν δυνατά και για πρώτη φορά. Έκοβες το φαΐ, νόμιζες ότι ζεις ολόκληρος μέσα σε ένα στίχο, ξεχνούσες την αληθινή ζωή που έτρεχε στο πλάι. Σχεδόν μισούσες τον ωραίο ήλιο της Αττικής, ποθούσες τη βροχή, για να βρίσκεσαι πιο κοντά στην κλειστοφοβική αμεσότητα που ανέφερα στην αρχή του κειμένου. Όλα αυτά κάτι αφήνουν επάνω μας, στις μετέπειτα επιλογές μας. Όσοι κατόρθωσαν και το μεταβόλισαν με επιτυχία, αποβάλλοντας τους περιττούς συναισθηματισμούς και τη νοσταλγία, τους βγήκε σ’ έναν υγιή εκλεκτισμό στα επόμενα χρόνια, σ’ ένα ποιοτικό κριτήριο που τους οδηγεί σαν φάρος μέχρι σήμερα, τώρα που είναι όλα μπερδεμένα, τώρα που συναίσθημα και κριτήριο γίνονται συνεχώς ένα τουρλού.
Ναι, τα πράγματα κυλάνε αντιρομαντικά και κυνικά. Και για τους Stone Roses. H πρώην δισκογραφική εταιρία του συγκροτήματος όταν επανέκδωσε (χωρίς την άδειά τους) πρώιμο υλικό τους: κυρίως το single “Sally Cinnamon“ του 1987, τα μέλη της μπάντας (που εντωμεταξύ είχε μετακομίσει σε άλλο μεγαλύτερο label) μπούκαραν στα γραφεία της πρώην εταιρείας τους και περιέχυσαν τα πάντα με λίτρα μπογιάς, έχοντας μια διαβολική λάμψη στο μάτι τους. Έτσι τα γραφεία της Silvertone Records έγιναν ασορτί με τα εξώφυλλα του συγκροτήματος που κάποτε στέγαζαν.
Μετά ήρθαν νομικά προβλήματα, προστριβές, καθυστερήσεις. Το άλμπουμ Second Coming (1994) ήταν πιο τραχύ, πιο ηλεκτρικό. Το “Love Spreads” έλαμψε πριν το σκοτάδι. Αλλά η μαγεία είχε χαθεί, όλα είχαν τελειώσει. Τα πέτρινα ρόδα πέτρωσαν για τα καλά. Ο σπόρος όμως φύτρωσε αλλού: Αυτοί που πήραν τη σκυτάλη, οι της Brit Pop: οι Oasis, οι Blur, οι Verve – όλοι, έπιναν νερό στο όνομα εκείνου του πρώτου άλμπουμ. Το 2017 ήρθε το οριστικό τους τέλος – αλλά ποιος νοιαζόταν πιά; Από το 1996 είχαν ήδη χαθεί, αφήνοντας πίσω τους κάτι μισοτελειωμένο, σαν τοίχος γεμάτο ευφάνταστα γκράφιτι που τον διαδέχεται ένας άλλος τοίχος, κοινός, γεμάτος βαρετά συνθήματα που χάνονται μέσα στην πόλη.