για την “αυστραλία” του the boy (κι όχι μόνο)

Πώς να αποδώσεις με τιμιότητα και με συγκίνηση ταυτόχρονα, τη σύγχρονη Ελλάδα, σ’ ένα τραγούδι;

Υπάρχει τέτοιο;

 

Το έντεχνο, δεν μπορεί να τα καταφέρει πια. Εγκλωβισμένο, εδώ και καιρό, σε σχήματα κουρασμένα, σε μια γλώσσα δήθεν λυρική, στομφώδη, αδυνατεί ν’ αφουγκραστεί τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Δεν μπορεί να την ερμηνεύσει με τρόπο απλό. Τι κι αν τα τραγούδια του Θανάση, του Χαρούλη, του Μίλτου, της Νατάσσας ήρθαν να αντικαταστήσουν τα «τραγούδια του Αγώνα» στα μεγάφωνα των συλλαλητηρίων , τι κι αν ντύνουν ηχητικά τη συναισθηματική και ψυχολογική διάθεση των θαμώνων των τσιπουράδικων. Απ τη στιγμή που η «λαϊκή ψυχή» έγινε «πρωινούλι», μπιμπελό στα χεράκια και στα περιποιημένα νύχια της Λαικοποπ -κι από «αγριολούλουδο» έγινε φυτό εσωτερικού χώρου, το έντεχνο απ τη μεριά του, από τα 00’s και μετά, σοβάρεψε απότομα, “ριζοσπαστικοποιήθηκε” και παρέσυρε, ειν’ αλήθεια, ένα μεγάλο κύμα νεοελλήνων, κυρίως τους πιο νέους. Ταυτόχρονα , ναι μεν απορρόφησε τους κραδασμούς μιας ζορισμένης και ανήσυχης επαρχίας ( βλέπε Θανάσης) που πιο πριν εκτονώνονταν τυφλά μόνο με το σκυλάδικο ή με τα κόμματα ή με τη μπάλα, αλλά αυτό τελικά δεν εξελίχθηκε σε μεγάλο τραγούδι, καθολικό. Έμεινε ένας «νους αληταριό», δημοσιοϋπαλληλικά βολεμένος σε αυτό το ”πάντα μου φταιν οι άλλοι”.  Κάποτε , Θεοδωράκης, Λειβαδίτης, Μπιθικώτσης με τη «Δραπετσώνα», κατάφερναν αριστουργηματικά να αποδώσουν το τότε τοπίο του μικροαστικού 60’s ονείρου (με τρόπο ρεαλιστικό αλλά και ποιητικό, χειραφετώντας- κι όχι μόνο παρηγορώντας- τις λαϊκές μάζες). Και βέβαια, ήταν κι άλλοι που ακολούθησαν σε αυτό το χώρο που, αναγκαστικά και ως ταμπέλα, λέμε «Έντεχνο», με αντίστοιχα, υψηλού επιπέδου έργα. Πήγαν μπροστά τα πράγματα έτσι. Όμως, τα τελευταία 25 χρόνια, το λόγιο τραγούδι, που συνδυάζει μια ποίηση που απευθύνεται στο θυμικό με λαϊκές, κλασσικές  ή ακόμα και ροκ φόρμες, κόλλησε, δεν προχώρησε.  Ο, τι ήταν να βγάλει αυτό το είδος το έβγαλε. Βγάζω σκόπιμα απ έξω την Trap που είναι ένα ξεχωριστό – πονεμένο- νεότερο κεφάλαιο, κατάλληλο για ψυχαναλυτικές μελέτες, αλλά και την, σαφώς πιο υγιή περίπτωση της Rap π.χ. του Λεξ.

Απ το σημειωματάριο μου

 

 

Χρειαζόταν κάτι άλλο χωρίς «ηρωισμούς». Και τότε εμφανίστηκε κάτι πιο ποπ.  Η εναλλακτική ποπ στην πιο σύγχρονη μορφή της, ανθεί με τον τρόπο της, και στην Ελλάδα, εδώ και δυο δεκαετίες: Σύγχρονα παιδιά, μορφωμένα, όμορφα ντυμένα, μας δίνουν μια μουσική που ρίζες της θα βρεις σε καλλιτέχνες όπως η Λένα Πλάτωνος ή οι Στέρεο Νόβα αργότερα και φυσικά σε ό,τι προχωρημένο συμβαίνει έξω (κυρίως αυτό). Ο αντι-ηρωισμός της, η υγιής ειρωνεία απέναντι στο πιο σαθρό κομμάτι της πολιτικής, η καθημερινή γλώσσα (αγγλόφωνη συχνά), είναι κάποια χαρακτηριστικά της «σκηνής» αυτής που θα μπορούσαν (και μπορούν ακόμα) να μας ενθαρρύνουν.  Είναι ένα ,νέας μορφής, ελληνικό τραγούδι, πιο αστικό, πιο διανοουμενίστικο και νευρωτικό, λιγότερο μελοδραματικό. Όλα καλά και ιδανικά μέχρι εδώ, πολλοί στην αρχή μάλιστα αναφώνησαν «επιτέλους, τέλος η μιζέρια!», αλλά παράλληλα, σχεδόν ταυτόχρονα, άρχισε να αναπτύσσεται και ο αντίλογος. Θα το δούμε λίγο πιο κάτω.

Να πω εδώ, ότι στη μουσική, πιστεύω ότι πρέπει να βλέπουμε κάθε καινούργιο πράγμα καλοπροαίρετα, με ανοιχτά αυτιά και κυρίως ορθάνοικτη καρδιά. Με την πεποίθηση πως όλα τα ενδιαφέροντα πράγματα, αυτά που έχουν κάτι να προσφέρουν , αποτελούν μέρος ενός ενιαίου τοπίου, που μπορεί να έχει σκοτεινά σημεία, γκρεμούς, δύσβατα μονοπάτια αλλά που όλα όμως στο τέλος οδηγούν σ ένα ξέφωτο, στο καλό του ελληνικού τραγουδιού. Με το σκεπτικό αυτό, λοιπόν, προχώρησα στην ακρόαση όλου του καινούργιου δίσκου του Αλέξανδρου Βουλγαρη (The Boy), μουσικού-σκηνοθέτη. Έχει τον γενικό τίτλο “Αυστραλία”. Είν’ αλήθεια πως πάντα ακούω καινούργια του τραγούδια απ την εποχή που έβγαλε το «Κουστουμάκι» ή και των Mary and the Boy, ακόμα , αλλά κάτι πάντα μου «κλωτσάει»: λίγο η φωνή του, λίγο κάτι βαρύ και σκοτεινό που έχει (προτιμώ την Nalyssa Green που είναι, βέβαια, αρκετά διαφορετική), ωστόσο πάντα επιμένω γιατί τον θεωρώ ξεχωριστή προσωπικότητα (και ως κινηματογραφιστή).Είναι ένας καλλιτέχνης ,που ανήκει, λοιπόν, σε αυτό που τα τελευταία 20 περίπου χρόνια ονομάζουμε, χοντροκομμένα, «ελληνική εναλλακτική ποπ» και που πιστεύω πως καλύπτει αυτό το ‘κενό’.

 

 

 

Αν πάρουμε, από τον δίσκο «Αυστραλία» ,που κυκλοφορεί σε λίγες μέρες και σε μορφή βινυλίου, (μια, γενικά πολύ καλή δουλειά) το πρώτο τραγούδι που τιτλοφορείται “Διαμέρισμα μας” : ο The Boy δεν ξεκινά, απλώς, ένα ελληνικό τραγούδι — σχεδιάζει έναν χώρο. Η καλύτερη αρχή ελληνικού δίσκου εδώ και χρόνια. Λεπτομερής αρχιτεκτονική με λέξεις. Εκεί που το έντεχνο θα αισθηματολογούσε με «συγκινητικές» σάλτσες και τα τοιαύτα , η μόνη ποίηση εδώ είναι η ακινησία των πραγμάτων.  Η εικόνα της σύγχρονης πραγματικότητας που αναζητούμε. Μια ήρεμη φωνή μιλάει με οικονομία για το “εδώ και τώρα” και δίνει την αίσθηση ενός πρωινού φωτός που μπαίνει στο δωμάτιο και φωτίζει τα αντικείμενα πριν «πιάσουν δουλειά». Και η γαλήνη του δεν είναι ησυχία του Instagram. Είναι κάτι που, προς στιγμή, κι εμένα μου έδωσε χαρά και αισιοδοξία. Είναι εκείνη η ίδια, παράξενη, γαλήνη που φαίνεται να έχει κατακτήσει και ο ‘έτερος – εξίσου ενδιαφέρων- πόλος’ της γενιάς αυτής (αλλά με εντελώς άλλη αφετηρία και πορεία), ο Παντελής Δημητριάδης. Θέλετε να το πούμε «Ωριμότητα» αυτό για να συνεννοηθούμε; Ας το πούμε. Τα «παιδιά» αυτά -όλοι εμείς που είμαστε από 40 έως 50 ετών σήμερα- ταλαιπωρήθηκαν τα χρόνια της Κρίσης παρόλο που μεγάλωσαν στα ‘πούπουλα’ ως παιδιά της δεκαετίας του ‘80. Δεν πολέμησαν βέβαια, δεν είναι ότι πείνασαν ή ότι έμειναν μακροχρόνια άνεργοι, κάπως βολεύτηκαν όλοι, αλλά πάνω στην ακμή τους, εκεί που ετοιμάζονταν να πάρουν φόρα, να φτιάξουν κάτι πιο στέρεο, ήρθαν τα πάνω-κάτω. Άλλα παιδιά έφυγαν έξω, άλλα είναι εδώ και επιμένουν.  Στην ωριμότητα τους λοιπόν πλέον, 40 και κάτι ( ο Βούλγαρης έχει γεννηθεί το ’81), έχουν οι ίδιοι, πλέον, παιδιά, συνεχίζουν να κάνουν πράγματα, κάποιοι φλερτάρουν ακόμα και με το mainstream. Δημιουργοί της γενιάς αυτής, σε άλλους τομείς, έχουν γίνει σούπερ σταρ: στο σινεμά είναι ο Λάνθιμος. Οπότε και οι προσδοκίες, μέσα στα χρόνια, γι’ αυτή τη γενιά μεγαλώνει. Όπως και οι ευθύνη, φυσικά. Αυτό θα το εξηγήσω παρακάτω.

Προχωρώντας λοιπόν στο επόμενο κομμάτι, το «Αυστραλία», που έχει ίδιο τίτλο με αυτόν του δίσκου, υπάρχει μια έντονη ατμόσφαιρα που σπάει τη γαλήνη του πρώτου track και διαλύει όσα σκεφτήκαμε γι’ αυτό, εδώ θα ακούσει κανείς ηλεκτρισμό, κοφτά τύμπανα που τονίζουν τις λέξεις και ένα 60’s  α λα Gainsbourg , αγχωτικό πιάνο. Ξεκινάει με τον στίχο:

 

«Αυτό που λένε σήμερα

Που άλλοι θα το πούνε χθες»

 

Αλλά πιο κάτω υπάρχουν αυτοί οι στίχοι :

 

«Θέλουνε πόλεμο θα τον έχουν

Σκοτώνεται ένας αστυνομικός

Και η μαμάκα του κλαίει

Δεν με νοιάζει

Δεν είμαι άνθρωπος

Η’ μάλλον είμαι άνθρωπος πολύ

Γι’ αυτό και δεν με νοιάζει.

Δεν με νοιάζει τίποτα μόνο μην πέσουν

οι τίτλοι τέλους στη δική μας ζωή».

Κι εδώ είναι αλήθεια, απόρησα.

Δεν γίνεται στην «ωριμότερη» φάση της ζωής σου να εξαπολύεις (έστω και με τη μορφή στίχων ή Ποίησης ή Τέχνης) τέτοιο μίσος ή έστω αδιαφορία για το θάνατο ενός ανθρώπου. Ακόμα κι αν γίνεται στο όνομα της ελευθερίας της έκφρασης, κάποια θέματα κι ο τρόπος που τα αντιμετωπίζεις έχουν όρια, δεν δικαιολογούνται με κανέναν τρόπο. Δεν είναι θέμα παρέμβασης στην ελεύθερη- αυθόρμητη- έκφραση ενός καλλιτέχνη ή  ενός νέο-πουριτανισμού απ την πλευρά μου. Ακόμα κι αν δεχτούμε ότι δεν γράφτηκε άμεσα ο στίχος αυτός για έναν αστυνομικό των ΜΑΤ, ο νους μας πάει αυτόματα στον 31χρονο  Γιώργο Λυγγερίδη, που το βράδυ της 7ης Δεκεμβρίου 2023 δολοφονήθηκε έξω απ’ το κλειστό γυμναστήριο «Μέλινα Μερκούρη»  μετά από επίθεση με ναυτική φωτοβολίδα από μια «αγέλη λύκων» – τραμπούκους, χούλιγκαν- που είχαν μάλιστα , όπως αναφέρει η εισαγγελέας, τις ευλογιές των «κεφαλών» της πιο δημοφιλούς ελληνικής αθλητικής ομάδας. Ακόμα κι αν το τραγούδι γράφτηκε εν θερμώ απ’ τον The Boy, ως μια δήθεν υπαρξιακή-‘προοδευτική’- κραυγή κατά τις κοινωνικής ή πολίτικης καταπίεσης, είναι απαράδεκτο. Ακόμη πιο σοβαρό είναι η αδιαφορία, η απόσταση του υποκειμένου απ’ τον πόνο και η προκλητική απουσία ενσυναίσθησης, «δεν με νοιάζει», για ένα θύμα της βίας και για τη μητέρα του, «μαμάκα του» όπως λέει ειρωνικά, που πενθεί για το παιδί της ( εικόνα καθολικά σεβαστή από μόνη της σε όλα πλάτη και τα μήκη της γης, σε όλες τις θρησκείες και σε όλες τις ιδεολογίες, σκεφτείτε μόνο πόσοι καλλιτέχνες έχουν εμπνευστεί από τη La Pieta ή τι αριστούργημα έγραψε ο Ρίτσος στον Επιτάφιο). Μακριά από μένα, όμως, οι ιεροεξεταστές και οι διάφοροι λυσσαλέοι κατήγοροι του πληκτρολογίου. Μακριά από μένα οι βαρείς φρικτοί χαρακτηρισμοί που δείχνουν και το ποιόν αυτών που τους διοχετεύουν. Γνωρίζω πως η τέχνη είναι υποκειμενική, συχνά αταξινόμητη, δεν είναι όλα άσπρο-μαύρο (ευτυχώς), θρέφεται από την επαναστατικότητα και από τον αυθορμητισμό και είναι γεμάτη αντιφάσεις κι αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά της με ενδιαφέρουν πολύ και πάντα είμαι ανοιχτός σε κάθε της πλευρά. Ναι, στην Τέχνη, η κυριολεξία και η αλληγορία έχουν συχνά δυσδιάκριτα όρια. Το ηθικό και το ανήθικο επίσης. Αλλά η καλή Τέχνη, και ειδικά το τραγούδι έχει κι έναν απαραβίαστο κανόνα δικαιοσύνης κι όταν το «Εγώ» ή τα συμφέροντα και οι «απόψεις» υπερισχύουν, τότε ο κανόνας ανατρέπεται και η ζυγαριά βαραίνει προς την μεροληψία. Ένα αριστοτεχνικά υπαινικτικό τραγούδι για ανάλγητους πολιτικούς ( οι βρετανοί μουσικοί άστραψαν και βρόντηξαν κατά της Θάτσερ τη δεκαετία του’80) έχει χίλιους λόγους να γραφτεί : Ο Morrissey, o Elvis Costello ή οι Specials έγραψαν τραγούδια υπέροχα κατά της Σιδηράς Κυρίας, κι όπως σωστά λέει ένας διαδικτυακός φίλος σε ένα σχόλιο του στο Facebook, είναι άλλο να γραφεί με, δολοφονικό, έστω, μίσος για τους αστυνομικούς ένα μέλος μιας ιστορικά καταπιεζόμενης κοινότητας, ή για τα θύματα αστυνομικής αυθαιρεσίας π.χ. τους αφροαμερικάνους κι άλλο από ένα μίσος αόριστο, «καλλιτεχνίζον» για τον ‘μπάτσο’ που είναι καλός μόνον όταν είναι νεκρός (αυτό είναι δικό μου). Εντάξει κι ο Nick Cave στα νιάτα του, επί Birthday Party, φορούσε τέτοια μπλουζάκια, αλλά μετά ωρίμασε.

Όταν ο Σαββόπουλος έγραψε το μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο , ο φίλος του, συγγραφέας Γιώργος Ιωάννου του επισήμανε πως και οι αστυνομικοί που μαχαίρωσε ο Νίκος Κοεμτζής ένα βράδυ του ’72 σε εκείνο το νυχτερινό κέντρο υπό τους ήχους του τραγουδιού του Μπιθικώτση, ήταν κι αυτοί παιδιά του λαού. Και φανταστείτε ότι το  αίτημα για δικαιοσύνη και η ορθή κρίση είναι διάχυτες και κρυστάλλινες στο συγκεκριμένο τραγούδι του Σαββόπουλου, καθώς το συγκεκριμένο γεγονός προσπαθεί να το φωτίζει απ’ όλες τις πλευρές. Δεν τον τυφλώνει κανένα υποκειμενικό πάθος ή καμιά μόδα ακρο-αριστερή ή αναρχική της εποχής (1979) που ήθελε νεκρούς αστυνομικούς και  πανηγύριζε γι αυτό (δεν είμαι βέβαιος ότι κυκλοφορούσε τέτοια απόψε τότε, για να πω την αλήθεια, ας μας πουν οι ‘ειδικοί’) . Και στο ίδιο τραγούδι ο Σαββόπουλος λέει:

«Η τέχνη μου έζησε δύσκολες στιγμές

και από δίκιο ξέρει»

Ο Αλέξανδρος Βούλγαρης είναι ένας ευαίσθητος άνθρωπος , μεγάλωσε σε σπίτι με γονείς καλλιτέχνες, και από δίκιο καταλαβαίνει, δεν χωράει αμφιβολία: οι ταινίες του αλλά και τα τραγούδια του νέου δίσκου, σαν το «Λυκαβηττός» είναι τόσο άμεσα και σύγχρονα. Εδώ περιγράφει την ιστορία ενός ζευγαριού που μεγαλώνει μαζί, που επιβίωσε, με μια ποίηση απλή, ανεπιτήδευτη σαν ανάσα (θες να το χορέψεις). Το «Ποτάμι της» πάλι, είναι ένα ζεϊμπέκικο λιτό, της μοναξιάς, της νέας εποχής, συγκινητικό, ίσως το καλύτερο τραγούδι του δίσκου, σαν ζωογόνος αναστοχασμός, ένα πένθος για τη χαμένη νεότητα που όμως σε πάει παραπέρα:

«Υπάρχει ακόμα το νησί

Που πηγαίνατε μαζί διακοπές;

Υπάρχει το πηγάδι

Που σκαρώνατε ευχές;

Υπάρχει ακόμα η Αθήνα;

Υπάρχει ακόμα το ποτάμι της;»

 

 

Υπάρχουν λοιπόν νέα τραγούδια που να αποδίδουν με τιμιότητα και με συγκίνηση ταυτόχρονα, τη σύγχρονη Ελλάδα;

 

Επανέρχομαι στο ερώτημα της αρχής του κειμένου.

H γενιά των Ελλήνων μουσικών όπως ο The Boy, παρόλο που δεν έβγαλε λεφτά λόγω εποχής, ήταν ευνοημένη: προβλήθηκε από τα εναλλακτικά sites , αλλά και από πιο mainstream έντυπα που μεριμνούσαν για την εναλλακτική νεολαία αυτού του τόπου, στο πλαίσιο της ταυτόχρονης, weird τάσης στο σινεμά. Αλλά κυρίως η τελευταία, η νεολαία δηλαδή, ακριβώς λόγω της «περίεργης» ματιάς και της γενικής τάσεως για πράγματα lo fi, diy, indie αισθητικής, στους μουσικούς αυτούς βρίσκει αποκούμπι. Πολιτικά οι νέοι αυτοί, ήταν μέχρι και απολιτίκ πριν κάποια χρόνια ( δεν άγγιζε αυτά τα “τοξικά” πράγματα), ήταν γενικά εναντίον οποίου κατεστημένου διατάρασσε την pop ανεμελιά της. Κομβικό σημείο ο Δεκέμβρης του’ 08. Εκεί άλλαξε το σκηνικό. Μα και οι καλλιτέχνες που αγαπούσε αυτή η γενιά, καλλιεργούσαν, κάπως ανεύθυνα αυτήν την ναρκισσιστική αυτάρκεια : λίγα λόγια και καλά, τα περισσότερα στα αγγλικά, όσο για το νόημα; δεν πάμε για το μεγάλο ψάρι, καλά είμαστε μέχρι εδώ, με τα ποτάκια μας, τις νύχτες πρεμιέρας μας, τις εκθεσούλες μας, τις πάνινες τσαντούλες μας, και τα νησάκια μας κάθε (pop) καλοκαίρι . Όλοι τα ξέρουμε αυτά και κατά κάποιον τρόπο κι εμείς περάσαμε κάπως απ’ αυτό . Η εναλλακτικότητα (και) στην Ελλάδα έχει γοητεία και φρεσκάδα, έχει ωραία τυπάκια, αλλά συνοδεύεται και από κάποια σημεία που μπορεί να θεωρηθούν αδύναμα έως προβληματικά. Το βασικό είναι ότι αρνείται να μεγαλώσει. Πάσχει από μια αέναη εφηβεία.  Καλλιεργεί συχνά έναν κώδικα που καταλαβαίνει κυρίως το ίδιο το “εναλλακτικό” κοινό και της αρκεί. Αυτό δημιουργεί ένα αίσθημα “λέσχης” που αποκλείει αντί να ανοίγει. Αυτή η «κλειστότητα» αναπαράγει μια κοινή αισθητική (lo-fi, ειρωνεία, μεταμοντέρνα γλώσσα). Και το πιο επικίνδυνο (και αυτό μας ενδιαφέρει εδώ) είναι το ότι οδηγεί στο να αποστασιοποιούνται οι άνθρωποι αυτής της γενιάς, αλλά και οι νεώτεροι, όλο και πιο πολύ απ την πραγματικότητα και να αναβάλλουν διαρκώς την ενηλικίωση τους. Κι αυτό μεταφράζεται και σε  πολιτική ανωριμότητα. Και ο The Boy, που δεν είναι, προ πολλού, 20άρης, έχει μια ευθύνη για όλους αυτούς. Δεν είναι κακό πράγμα η ευθύνη.

Θα κλείσω με μια προσωπική ιστορία από τη θητεία μου στο Πολεμικό Ναυτικό:

Είχα έναν φίλο μεγαλύτερο , από τη γειτονιά, που στα μάτια μου τότε έμοιαζε «σοφός»,  είχε διαβάσει περισσότερα από μένα, είχε ακούσει περισσότερα. Ήταν σαν το μεγάλο αδελφό που ποτέ δεν είχα, δηλαδή. Όχι πολύ μεγαλύτερος μου, κάνα δυο χρόνια μόνο. Ήρθε η στιγμή που πήγα στο Ναυτικό μην έχοντας κάτι καλύτερο να κάνω, ήμουν μικρός, 20 χρονών και δεν είχα περάσει ακόμα στη σχολή. Έτσι βρέθηκα σε μία φρεγάτα αραγμένη στη Σαλαμίνα. Μετά από λίγους μήνες πήγε και ο φίλος μου ναύτης , μία σειρά νεότερος από μένα παρόλο που ήταν, όπως είπα, πιο σοφός.  Είχαμε πει να στέλνουμε γράμματα ο ένας τον άλλον έτσι για πλάκα (σημειώνω εδώ πως δεν είχαμε κινητό το 1996) , με φώναζαν στη γέφυρα του πλοίου και μου έδιναν το γράμμα του φίλου μου, έτσι, εντός Πολεμικού Ναυτικού, από υπηρεσία σε υπηρεσία. Προσποιούμασταν ότι είμαστε έγκλειστοι και ότι δεν θα βγαίναμε ποτέ πια στον έξω κόσμο. Τους τρελαίναμε. Συνέχεια γράμματα. Μία μέρα, αφού η θητεία είχε κυλήσει πια, ο σοφός φίλος μου, τελείωνε ένα του γράμμα με αυτό:

Θα ήθελα τώρα που θα απολυθούμε , να βρεθούμε έξω επιτέλους , με τις υποχρεώσεις της γενιάς μας.

Ακόμα θυμάμαι ποσό είχα κολλήσει με αυτό το γράμμα. Πόσο, βαθιά κι ουσιαστικά μου απευθύνονταν ξαφνικά, ο φίλος μου. Μετά ανυπομονούσα ν’ απολυθώ για να πάω να συναντήσω την ενήλικη ζωή. Και το έχω κρατήσει σαν μότο, μέχρι τώρα, ειδικά όταν λυγίζω και  ρέπω προς την ανωριμότητα.

Κι αυτό ακριβώς θα έστελνα τώρα στον Αλέξανδρο Βούλγαρη, τονίζοντας το : υποχρεώσεις.

 

 

*οι εικόνες στο κείμενο αυτό, εκτός απ’ αυτήν του εξωφύλλου της “Αυστραλίας” και του Nick Cave, είναι δικές μου, το ίδιο και η ζωγραφική.

Write a Reply or Comment