ο stanley spencer και η μεγάλη εβδομάδα


εικ.1

Αυτός ο αγουροξυπνημένος κύριος που μας κοιτάζει λίγο έκπληκτος πίσω απ’ τους δύστροπους φακούς του, είναι ο Βρετανός ζωγράφος  Sir Stanley Spencer (1891–1959). Στην Αγγλία είναι πολύ γνωστός -τιμήθηκε με τον τίτλο του ιππότη το 1958, ένα χρόνο πριν πεθάνει. Σπουδαίο έργο του είναι οι τοιχογραφίες στο Sandham Memorial Chapel (για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο) . Ακόμα, εντύπωση μου προκαλούν, οι αυτοπροσωπογραφίες του, οι γυμνές απεικονίσεις του εαυτού του και της γυναίκας του σε προχωρημένη ηλικία (η φθορά της ηλικιωμένης σάρκας τους, θυμίζει έντονα τον μεταγενέστερο Lucian Freud). Tα τοπία του, επίσης, που είναι φτιαγμένα με μια στερεότητα που θυμίζει τους παλιούς maîtres (αν και η σύνθεση τους πηγάζει κατευθείαν από τον μοντερνισμό του 20ου αιώνα). Αυτό που με συγκινεί όμως, πιο πολύ απ’ όλα, είναι η μοναδική  ικανότητα του να συνδυάζει το θείο με το καθημερινό.


εικ.2

Γεννήθηκε και έζησε μεγάλο μέρος της ζωής του στο Cookham, ένα χωριό δίπλα στον Τάμεση, το οποίο αποκαλούσε «χωριό στον ουρανό». Στα έργα του, μετέφερε βιβλικές σκηνές στο παρόν, τοποθετώντας τες στο οικείο του περιβάλλον. Ζούσε τα Πάθη του Χριστού βαθιά προσωπικά — σαν να τα είχε περπατήσει ο ίδιος στους δρόμους του χωριού του. Και μετά, μας τα παρέδιδε με μια αλήθεια τόσο άμεση, τόσο βαθιά ανθρώπινη: οι συγχωριανοί του εμφανίζονται ως απόστολοι, άγγελοι, ακόμα και ως Χριστοί. Σε πολλές σκηνές Ανάστασης, οι νεκροί -συγγενείς  του και φίλοι- σηκώνονται μέσα από τους αγρούς του Cookham ή μέσα απ’ τα φέρετρα του μικρού ταπεινού νεκροταφείου. Σε όλη τη διάρκεια της ζωής του , αυτό το μεγάλο αγόρι που μας κοιτάει κατάματα και κάπως απορημένα, είχε έναν σχεδόν παιδικό θαυμασμό για το ιερό μέσα στην απλότητα της ζωής.

Έτσι τη νιώθω κι εγώ τη Μεγάλη Εβδομάδα. Όχι σαν κάτι ξένο ή σπουδαίο αλλά σαν κάτι που περνάει μέσα απ’ τα σπίτια, τις αυλές, τα στενά. Ήσυχα. Φέτος την πέρασα μισή στην Αθήνα, μισή σ’ ένα χωριό στη νότια Εύβοια. Το Μεγάλο Σάββατο πήγα, σαν κύριος, με τη λαμπάδα μου, στην εκκλησία του χωριού. Κατσουφιασμένες τραχιές φάτσες, αδιάφορες για το μυστήριο, κοιτούσαν τα κινητά τους, αντάλλασσαν καμιά κουβέντα μόνο με τους πολύ οικείους. Και, συν τοις άλλοις, ο ψάλτης φάλτσος. Μόνο ο νεαρός παπάς στεκόταν στο ύψος των περιστάσεων.  Ήθελα, παρ’ όλα αυτά, για δικούς μου λόγους,  να μείνω εκεί και να χαζεύω. Κρατούσα μες το μυαλό μου σημειώσεις για ένα πιθανό, μελλοντικό έργο. Μια καρικατούρα τελετής, σαν πίνακας του Πίτερ Μπρίγκελ του Πρεσβύτερου μεταφερμένος στο 2025. Κάτι κοριτσάκια μόνο, μικρής τάξης Δημοτικού, λίγο αμήχανα, στολισμένα γιορτινά, πλησίαζαν, χωρίς να το καταλαβαίνουν, στο μυστήριο της Μεγάλης Εβδομάδας: όλης αυτής της γοητευτικής ιστορίας που κορυφώνεται δραματικά, μέρα με τη μέρα, μέσα στην άνοιξη που οργιάζει.  Αλλά αυτό κράτησε για λίγο. Λίγο μετά όλοι πήγαν να φάνε τη μαγειρίτσα και να δουν τα μπουζούκια στη τιβι. Κι’ είχαν αργήσει…

Μήπως κάθε χώρος, αν γίνεται τόπος προσευχής είναι ιερός; Μήπως πρέπει να δεχόμαστε το “μυστήριο” πάνω απ’ όλα, προσπερνώντας αυτήν την ασχήμια;  Μήπως δεν είμαστε αρκετά θρήσκοι; Μήπως η αστική παιδεία και οπτική μας εμποδίζει απ’ το να διακρίνουμε την πίστη ακόμα κι εκεί, μέσα σ’ ένα αδιάφορο σκηνικό, με αδιάφορους ανθρώπους;  Kαι για να το προχωρήσω: Μήπως αυτό που νιώθουμε, κάθε Μεγάλη Εβδομάδα είναι απλώς αισθητισμός κι όχι βίωμα, πίστη αληθινή;


εικ.3

Την προηγούμενη μέρα , Μεγάλη Παρασκευή, βρισκόμουν στο Πεδίον του Άρεως για τον Επιτάφιο. Εκεί μέσα στο πάρκο , στην καρδιά της μεγαλούπολης, με τα κινητά ν’ αστράφτουν όλο reels και stories, η κατάνυξη λειτουργούσε, παραδόξως.


εικ.4

Μια άλλη φορά, πριν χρόνια, είχα καθίσει πάλι στην Αθήνα γιατί δούλευα πυρετωδώς για μια έκθεση. Ακόμα κι αν σιχαίνεσαι αυτή την πόλη (εγώ πάλι όχι), πρέπει να παραδεχτείς πως κάθε Μεγάλη Εβδομάδα κάτι γίνεται. Κάτι αλλάζει. Η Πλατεία Αμερικής, κουρασμένη και σκονισμένη, έμοιαζε να σηκώνει το κεφάλι.
Οι νεραντζιές, πεισματάρικα ανθισμένες, τύλιγαν τα πάντα με τη μυρωδιά τους. Τους κάδους, τις πολυκατοικίες, το τμήμα της αστυνομίας στη Φωκίωνος. Σκαρφάλωναν στα μπαλκόνια και παρηγορούσαν την πόλη όπως μπορεί μόνο η άνοιξη να παρηγορήσει — χωρίς λόγια. Το βράδυ, Μεγάλη Παρασκευή ήταν και τότε, έκανε ζέστη. Η Αθήνα ήταν σχεδόν άδεια. Ούτε περίπτερο. Βγήκα σαν υπνωτισμένος. Με κούραζε η Τέχνη. Όχι η δουλειά — αυτή όχι. Το πάρε-δώσε με το Εγώ. Οι ώρες μπροστά σε καμβάδες δεν σε κάνουν απαραιτήτως πιο χαρούμενο. Ίσως σε κάνουν να βλέπεις πιο καθαρά κι άλλες πλευρές του εαυτού σου. Αλλά αυτό είναι σαν ψυχανάλυση. Κι αυτό, ενίοτε, κουράζει. Περπάτησα. Άδειος. Χωρίς θεωρίες, χωρίς ιδέες. Πήγα στον Άγιο Ανδρέα , στη Λευκωσίας. Μικρή εκκλησία με ιστορία, χαμηλά φώτα, μαζεμένος κόσμος. Όλοι έψαλλαν Ω, Γλυκύ μου Έαρ, με κεριά στο σκοτάδι. Άνθρωποι από την Αφρική, δίπλα μου, να συμμετέχουν στη σκηνή. Στεκόμασταν μαζί εκεί, σαν να ήμασταν έτσι μαζί από πάντα.

Μερικές φορές, δεν χρειάζεται να καταλάβεις. Αρκεί να σταθείς.

Το Πάσχα, ανήμερα, το αποφεύγω. Τα φορτωμένα τραπέζια, τον ιδρώτα που στάζει μες τα ζωικά λίπη, τα κλαρίνα με echo. Μου φέρνουν μια ταραχή, έναν θόρυβο βαρύ, που σκεπάζει ό,τι ήσυχο χτίστηκε πριν. Προτιμώ τη Μεγάλη Πέμπτη ή την Μεγάλη Παρασκευή από την Κυριακή. Προτιμώ την αναμονή, τα πάθη του Χριστού, την ταινία του Παζολίνι “Τα κατά Ματθαίον πάθη”, τον κόσμο συγκινημένο, σιωπηλό, όχι να φωνάζει. Είναι πιο υποβλητικό. Σαν πίνακας του Stanley Spencer, που κάτι σπουδαίο συμβαίνει και κανείς δεν το λέει.

εικ.5

Οι εικόνες (με σειρά εμφανίσεως):
1. Stanley Spencer , Αυτοπροσωπογραφία, 1959 (πηγή: Tate)
2. Stanley Spencer , “The Last Supper”, 1920 (πηγή: Tate)
3. Φωτογραφία δική μου, από ένα ταπεινό εκκλησάκι κάπου στην Τοσκάνη
4. Έργο δικό μου “Πλατεία Αμερικής” , 2013, γραφίτης και μολύβι σε χαρτί.
5. Stanley Spencer , “Swan Upping at Cookham”, 1915-1919 (πηγή: Tate)

Write a Reply or Comment