Όταν ήμουν δεκαπέντε , ήρθε να μείνει σπίτι ο παππούς. Τον θυμάμαι σ’ εκείνη την αιώνια πολυθρόνα, με τη ρόμπα του σε τόνους γκρι μπλε , να διαβάζει την εφημερίδα κρατώντας ένα φακό. Κάθε φορά που επέστρεφα απ’ το σχολείο , έβλεπα απ’ το βάθος του χωλ αυτήν την εικόνα: την καθιστή σιλουέτα του, προφίλ στο ορθογώνιο πλαίσιο της πόρτας . Ήταν αρχοντικός, παρά το γήρας που σε σκεβρώνει και σε κάνει μια σκιά του άλλοτε ευθυτενή εαυτού σου. Είχε χάσει ξαφνικά την, κατά πολύ νεότερη του, γυναίκα του, από εγκεφαλικό κι έτσι αναλάβαμε εμείς. Ήταν λίγο θλιμμένος, λίγο απορημένος. Έχασκε, σαν να είχε απότομα χάσει την πυξίδα του. Προσπαθούσε να κρατηθεί από τη ρουτίνα του : συγκεκριμένη μάρκα φρυγανιές, το μέλι να είναι “Αττική”, All Bran για την αντιμετώπιση της δυσκοιλιότητας ,η ίδια μάρκα, ποτέ κάτι διαφορετικό. Θυμάμαι ακόμα τα τρεμάμενα γράμματά του στο χαρτάκι για το σουπερμάρκετ, τρία τέσσερα πράγματα έγραφε, όχι παραπάνω. Σαν ένα χάικου της συνήθειας, επαναλαμβανόμενο, με ελάχιστες παραλλαγές. Εγώ συνήθως πήγαινα και τα ψώνιζα, ήμουν, άτυπα, ο αγγελιοφόρος του, του μετέφερα τα νέα απ’ την έξω ζωή . Σαν να ήμουν ο συνδετικός κρίκος με μια κανονικότητα που έρρεε ακατάπαυστα, παρά το πένθος, το γήρας , τα χάπια. Αυτό μαζί με την , μονίμως ανοιχτή τηλεόραση, ήταν τα δυο τρία πράγματα που κάπως απάλυναν την μονοτονία . Η εκπομπή του Βαγγέλη Γιαννόπουλου στο Κανάλι 29 ήταν η αγαπημένη μας, από κοινού, συνήθεια. Τον πείραζα . Προσπαθούσα να τον “φανατίσω”, έτσι για να δώσω λίγη ποικιλία στη μονότονη ζωή του, αλλά μάταια. Αυτός ο πάντα αξιοπρεπής, μετριοπαθής, κεντρώος άνθρωπος, που κάποτε ψήφιζε Γέρο, και, μετά, ως φυσική συνέχεια, Ανδρέα, δεν είχε ίχνος φανατισμού. Μόνο με συγκατάβαση μπορούσε να δει αυτό τον, ραμολί, πρώην υπουργό του ΠΑΣΟΚ , με τον διχαστικό λόγο, που έβριζε από τηλεοράσεως όποιον θεωρούσε εχθρό του. Μια μέρα, μάλιστα. δεν άντεξε: “Μα είναι γελοίο υποκείμενο!” . Ήταν απ’ τις σπάνιες φορές που εξεμάνη ο πράος αυτός άνθρωπος. Η Ελλάδα στην αρχή των 90’s, δηλαδή την εποχή που τον φιλοξενούσαμε, σπίτι , είχε μπει σε μια απατηλή φούσκα που θα έσκαγε παταγωδώς μια εικοσαετία μετά. Τι Ρούλες, τι σαπουνόπερες, μια χώρα ελαφρολαϊκή με λάτιν πινελιές . Όλα αυτά ο παππούς τα έβλεπε σε μια τιβί, μισοαπορημένος, μισοαποστασιοποιημένος. Η δική του χώρα, αυτή της νεότητας του, δεν είχε καμία σχέση μ’ αυτό το πράγμα. Δεν ξέρω εάν την εποχή της στέρησης, της πείνας, των κρίσιμων αποφάσεων, αλλά και των παλιών λαθών και παθών, οι άνθρωποι ήταν καλύτεροι. Δεν είμαι σίγουρος. Μες τις προκαταλήψεις ήταν ο κόσμος και μες την καχυποψία. Να μη μιλήσουμε για τους δωσίλογους και τους άλλους. Μου τα διηγούνταν όλα αυτά , όταν τον κούραζε η τηλεόραση. Ιστορίες απ’ το ’40 ζωντάνευαν μες το γεροντικό δωμάτιο, το ασπρόμαυρο γινόταν έγχρωμο, το “ηρωικό” και το χιλιοειπωμένο γινόταν καθημερινό και χειροπιαστό, γαρνιρισμένο, μάλιστα, με ανεκδοτολογικά στοιχεία. Ο βροντόφωνος λοχίας που φώναζε “Αποκοπήκαμε ρέε!¨ στον διασκορπισμένο ουλαμό. Η επιστροφή απ’ το Μέτωπο μες τις ψείρες. Η Βέμπο που όσο ωραία φωνή είχε, άλλο τόσο άσχημη ήτανε. Για μια στιγμή στα μάτια μου, ο παππούς γινόταν ευθυτενής τριαντάρης, πετούσε τη ρόμπα του, σηκωνόταν απ’ την αιώνια πολυθρόνα του, φορούσε την καμπαρντίνα του, το καπελάκι του, κι ήταν έτοιμος για δράση. Ειδικά κάθε 28η Οκτωβρίου, όταν τα βράδια πια αρχίζει και πιάνει ψύχρα και η ιδέα ενός αναμμένου καλοριφέρ γίνεται πιθανό σενάριο, οι διηγήσεις του αυτές έρχονται σαν μια καλή ταινία που ποτέ δεν προβλήθηκε στην οθόνη αλλά που θα είναι πάντα στο μυαλό μου. Φέτος αισθάνθηκα να μου λείπει πιο πολύ αυτή η θαλπωρή. Συνέτεινε σ’ αυτό, το ότι βρήκα αυτές τις μέρες σε μια μετακόμιση, ένα πορτραίτο του που του είχε φτιάξει η κόρη του , η αγαπημένη μου Μάρω- δηλαδή η δεύτερη μαμά μου- στα χρόνια φοίτησης της στην Καλών Τεχνών. “Μη μου κάνεις μεγάλα αυτιά” της είχε πει όταν της πόζαρε. Κι έτσι τον θυμήθηκα, σαν να ήρθε στο σπίτι ολοζώντανος. Του το όφειλα αυτό . Ήταν ο μόνος παππούς που έζησα πολύ κι αγάπησα, κι ας μην ήταν ο πραγματικός μου παππούς. Τι σημασία έχει άλλωστε αυτό;