Πριν δυο καλοκαίρια επισκέφτηκα τη θεία μου την Jacqueline, που βρισκόταν πια σ’ έναν οίκο ευγηρίας στην πόλη που γεννήθηκε. Ήταν η μεγαλύτερη απ’ τα τέσσερα αδέρφια. Η αύρα του παρελθόντος διαπερνούσε ακόμη την τρέχουσα κατάσταση της. Ήταν καθισμένη σε ένα δωμάτιο γηροκομείου. Κοίταζε μέσα από αυτό το παράθυρο. Φαινόταν να ονειρεύεται ή να αναζητά μια διέξοδο. Είχε μια τάση φυγής που ίσως αντικατόπτριζε την επιθυμία της για εκείνα τα πιο ζωντανά της χρόνια.
Κάποτε είχε σχέση με έναν Ισπανό, υποστηρικτή του Φράνκο, αλλά παράλληλα πολυταξιδεμένο. Αυτός ο άνδρας της έδωσε μια γεύση, μια αρχή του πάθους της για την Ισπανία, χώρα που αγάπησε βαθιά. Την θυμάμαι σ’ ένα μικρό σπίτι – σοφίτα στο Παρίσι. Κάθε φορά που με έστελναν Γαλλία, εκεί πήγαινα πρώτα. Ήταν κάτι σαν προθάλαμος της παραμονής μου, για λίγες βδομάδες, στην πατρίδα της μαμάς μου. Μοκέτα απ’ άκρη σ’ άκρη, φρέσκια σαλάτα με σως βινεγκρέτ. Θυμάμαι τα σγουρά κορακίσια μαλλιά, την άσπρη νυχτικιά της, την γυμναστική του προσώπου της, το γέλιο της το τραγουδιστό που ήταν σαν να έβγαινε απ το αυστηρά γαλλικό, νευρώδες σώμα της και να γινόταν κάτι άλλο, πιο μεσογειακό. Όταν ήμασταν παιδιά, μας μάλωνε που χοροπηδούσαμε επάνω στο κρεβάτι. Le lit n’est pas une piste de jeux . Μας έλεγε.
Αγαπούσε την τάξη, την αυστηρότητα, αλλά είχε και μια άλλη πλευρά, την οποία ελάχιστα είχα δει όταν ήμουν μικρός , αλλά την είχα υποψιαστεί: ανεξάρτητη, παθιασμένη, μεσογειακή.
Ήταν ό,τι πιο κοντινό στη μαμά μου , αλλά στο πιο αυστηρό.
Στο γηροκομείο, την πρόλαβα ευτυχώς πριν δυο χρόνια: της κρατούσα το χεράκι. Κοιτάξαμε μαζί αυτό το παράθυρο.
Σήμερα, το απόγευμα, πέταξε από το παράθυρο σαν πουλάκι.